Στην αρχαία Ελλάδα η ποίηση, (από το ποιώ, που σημαίνει δημιουργώ) ήταν πολύ αγαπητή. Μέχρι δική της Μούσα είχε, την Πολύμνια (πολύ + ύμνος).
Και ανάμεσα στην πληθώρα των σπουδαίων ποιητών και ποιητριών, ξεχωρίζουν δύο. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος. Ο πρώτος για την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια» και ο δεύτερος για τη «Θεογονία» και το «Έργα και Ημέραι».
Όταν ήμουν πιτσιρικάς, τότε που όλα ήταν πιο αγνά και πιο δύσκολα, είχα διαβάσει κάπου μια ιστορία την οποία ακόμη θυμάμαι και όπως ακριβώς αυτή του Μιλτιάδη και τα ρούχα του, δε μπορώ να βρω πουθενά. Οπότε, έτι μία φορά, θα σας τη διηγηθώ όπως την έχει καταγράψει όποιο κέντρο του εγκεφάλου μου ευθύνεται για τη μακροπρόθεσμη μνήμη.
Είχαν συμμετάσχει λέει, οι δύο τους, σε έναν διαγωνισμό ποίησης. Αυτό στην εποχή του «νους υγιής εν σώματι υγιή» καταλαβαίνετε πως ήταν μεγάλο γεγονός. Για να βρεις θέση να καθίσεις, ιδιαίτερα με τέτοια πρωτοκλασάτα ονόματα στο πρόγραμμα, έπρεπε να πας αχάραγα.
Σε αυτόν το διαγωνισμό ο καθένας έπρεπε να διαβάσει κάποιο απόσπασμα κάποιου έργου του και μία κριτική επιτροπή (φαντάζομαι αποτελούμενη από άλλους ποιητές ή έστω λογοτέχνες) είχε την ευθύνη να διαλέξει το καλύτερο. Ο Όμηρος διάλεξε ένα κομμάτι από την Ιλιάδα. Πιο συγκεκριμένα τη μάζωξη των πολεμικών πλοίων των Αχαιών πριν σαλπάρουν για Τροία μεριά, όπως την περιγράφει στη Ραψωδία Β. Ο Ησίοδος πάλι, διάβασε ένα κομμάτι από το Έργα και Ημέραι. Αυτό που μιλάει για το αλώνισμα του σιταριού, στους στίχους 597-608.
Οι Κριτές τα είχανε χαμένα. Τεχνικά και καλλιτεχνικά, τα δύο έργα ήταν ισάξια και για πρώτη τους φορά δεν ξέρανε τι να αποφασίσουνε. Επειδή όμως ήταν κανονικοί Κριτές και όχι σαν αυτούς των τηλεοπτικών εκπομπών διαγωνισμού ταλέντων, βγάλανε απόφαση. Δώσανε το βραβείο στον Ησίοδο γιατί διάλεξε ένα ποίημα που εξυμνεί πράξεις ειρήνης.
Παρεμπιπτόντως, παρόμοιο θέμα έχει και ο Όμηρος, στη Ραψωδία Σ, αλλά ίσως η Β να του άρεσε περισσότερο.