Στην επιφάνεια, τα παλιά ελληνικά τραγούδια από τις αρχές ως τα μέσα του 20ού αιώνα μοιάζουν αθώα, σχεδόν πουριτανικά. Κι όμως, πίσω από τις ευγενικές λέξεις και τους φαινομενικά απλούς στίχους, συχνά κρύβεται μια ολόκληρη αφήγηση πάθους, έρωτα — και υπονοούμενου.
Πάμε λοιπόν να αποκωδικοποιήσουμε κάποια από αυτά.
🥀 «Πρωΐαν σε είδον, μαλλιά ξεπλεγμένα…»
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Επιφανειακά μιλά για κάποιον άντρα που θαυμάζει τα ξέπλεκα μαλλιά ενός κοριτσιού και χάριν σε αυτό γελά η αυγή, γελάνε οι κρίνοι, γελάει κι εκείνη. Αλλά, η κοπέλα περιφέρεται με τα μαλλιά ξέπλεκα, πρωί-πρωί. Πού πήγαινε;
Όχι εκκλησία. Και σίγουρα δεν είχε ξυπνήσει για να πάει στο φούρνο. Τα μαλλιά ξεπλεγμένα σήμαιναν κάτι πολύ συγκεκριμένο τότε: ότι είχε περάσει μια νύχτα… χωρίς ύπνο, αλλά με «ενδιαφέρουσα» παρέα. Το τραγούδι, χωρίς να το λέει ανοιχτά, υπονοεί πως ο αφηγητής τη συνάντησε ενώ εκείνη επέστρεφε από μία «νύχτα πάθους».
Το «walk of shame» που λένε οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι αλλά χωρίς shame at all.
🌺 Το τραγούδι «Παπαρούνα» του Αττίκ (1935)
Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της υπαινικτικής αισθητικής του ελαφρού τραγουδιού του Μεσοπολέμου. Κάτω από το προσωπείο της ρομαντικής, σχεδόν αθώας εξομολόγησης, κρύβονται ξεκάθαρα σεξουαλικά υπονοούμενα.
Ως «παπαρούνα» χαρακτηρίζει ο μεσήλικας θεατρίνος το νεαρό κορίτσι που μαζεύει λουλούδια και όλοι θαυμάζουν την ομορφιά του. Προσπαθεί να το προειδοποιήσει για το πόσο κακός είναι ο κόσμος (οι άντρες βασικά) όμως εκείνη δεν τον ακούει.
Και αφού πέφτει θύμα της γοητείας ενός απατεώνα και περάσει ανεπιτυχώς από το χώρο του θεάματος, καταλήγει στο «ο διαβάτης που προσμένει, άλλη δε ζητά να βρει». Αν το έγραφε λίγα χρόνια πιο μετά η «παπαρούνα» θα λεγόταν «πεταλουδίτσα της νύχτας». Και σήμερα «ινφλουένσερ στο Ντουμπάι».
🎣 «Η Βαρβάρα» του Κώστα Μπέζου.
Υπάρχει ένα παλιό βρώμικο ανέκδοτο που καταλήγει «δεν πας για ψάρεμα;». Η «Βαρβάρα» χρησιμοποιεί όρους γνωστούς στους απανταχού ψαράδες για να περιγράψει όχι το χόμπι αλλά την οικονομική συναλλαγή μεταξύ μιας «ιέρειας του έρωτα» και κάποιου κοινού θνητού.
Λέξεις όπως «καλάμι», «λαυράκι» και «κέφαλος βαρβάτος» χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν ένα συγκεκριμένο μέρος του σώματος όπου όλοι καταλαβαίνουν εύκολα ποιο είναι αλλά δε χρειάζεται να το αναφέρουν.
Έτσι γλυτώνουν τη λογοκρισία αλλά ταυτόχρονα κάνουν και το τραγούδι πιο παιχνιδιάρικο. Fun fact. Ο ρυθμός και η μελωδία ταιριάζουν απόλυτα με ένα άλλο τραγούδι που ονομάζεται «Η Μαρίτσα η Δασκάλα».
👒 «Η Λιλή η σκανδαλιάρα»
Ρόζα Εσκενάζυ και ξεκινάμε από το όνομα. Καμιά «καθώς πρέπει» κοπέλα δε μπορεί να ονομάζεται «Λιλή». Αυτό είναι όνομα γι΄αρτίστες που όπως όλοι καλά γνωρίζουμε είναι «αναντάμ παπαντάμ». Και σα να μη φτάνει αυτό είναι και σκανδαλιάρα.
Αντί να κάθεται σπίτι της και να πλέκει, αυτή συγχρωτίζεται με περιθωριακά στοιχεία για τα οποία μάλιστα «δε δίνει και γρόσι».
Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και σαν άσμα που εγκωμιάζει τη γυναικεία ερωτική χειραφέτηση και την κρεββατική (sic) αυτοδιάθεση. Παρ’ όλα ταύτα δεν είναι φεμινιστικό τραγούδι ακριβώς γιατί περιορίζεται στο ποιον βάζει η Λιλή στα φουστάνια της και δεν καυτηριάζει κοινωνικά θέματα όπως η προίκα και η περιορισμένη πρόσβαση των γυναικών στη λήψη αποφάσεων.
🐔 «Μια κότα στρουμπουλή» του Νίκου Γούναρη.
Τυπικά, το τραγούδι δεν ανήκει στην κατηγορία γιατί γράφτηκε το 1955. Ουσιαστικά όμως διατηρεί ατόφιο το στυλ των υπαινικτικών τραγουδιών, από τα οποία χρονικά δεν απέχει και τόσο πολύ.
Εδώ η κότα η στρουμπουλή παρουσιάζεται ως αντικείμενο πόθου με το μαύρο πετεινάρι να την φλερτάρει επίμονα. Αλλά κι εκείνη δεν είναι αδιάφορη μιας και του ρίχνει συνέχεια κλεφτές ματιές.
Όταν επέρχεται το μοιραίο και βρίσκεται με ένα παιδί «εκτός γάμου» στην αγκαλιά, ίδιο ο πατέρας του, πηγαίνει στο φίλο της αλλά εκείνος ως καθαρόαιμος συνοικιακός γόης έχει στρέψει το ερωτικό του ενδιαφέρον αλλού, αφήνοντας τη μάνα στη χλεύη της κοινωνίας.
Άντρες απατηλοί και αποπλανήτες
🎶 Γιατί τόσο υπονοούμενο;
Οι συνθήκες της εποχής (κοινωνικά ταμπού, λογοκρισία, κώδικες τιμής) δεν επέτρεπαν ευθέως σεξουαλικά περιεχόμενα στα τραγούδια. Έτσι, οι δημιουργοί κατέφευγαν στη μεταφορά, στην υπαινικτικότητα, στα βλέμματα, στα μαλλιά, στις μυρωδιές. Όμως το κοινό καταλάβαινε. Κι ίσως, τελικά, το υπονοούμενο να ήταν πολύ πιο ισχυρό από την κατά μέτωπο εξομολόγηση.