Στην αρχαία Αθήνα ζούσε ένας φτωχός γέροντας. Και σα φτωχός, όταν έπιανε χειμώνας δεν είχε πολλά ρούχα να ντύσει το κορμί του και κρύωνε.
Μια μέρα ένας συντοπίτης του τον λυπήθηκε και του χάρισε ένα ζευγάρι παντόφλες, περσικές όπως τις έλεγαν τότε. Τις φόρεσε ο γέροντας και ζεστάθηκε γιατί ως γνωστόν, μεγάλα ποσά θερμότητας χάνονται από τα άκρα.
Την άλλη μέρα τον βλέπει ο δωρητής και τον ρωτά: «Ζεσταίνεσαι γέροντα, ζεσταίνεσαι;»
«Ζεσταίνομαι παιδί μου, να είσαι καλά» του απαντά εκείνος.
Την παράλλη μέρα το ίδιο. «Ζεσταίνεσαι γέροντα, ζεσταίνεσαι;»
«Ζεσταίνομαι παιδί μου, να είσαι καλά».
Αυτό συνεχίστηκε για κάμποσο μέχρις ότου ο γέροντας να του επιστρέψει τις παντόφλες και να του πει:
«Πάρτες ώστε ουτ’ εγώ να ζεσταίνομαι ουτ’ εσύ να με ρωτάς».
Ο Αίσωπος προσπαθεί εδώ να διδάξει τον κόσμο πως όταν κάνεις μια καλή πράξη δε χρειάζεται να τη διατυμπανίζεις. Αντίστοιχο με το «Κάνε το καλό και ρίξτο στο γυαλό» που λέμε ακόμη και σήμερα.