Πριν 25 περίπου χρόνια, συνήθιζα ν’ ανεβαίνω για καφέ στην Πατησίων και πιο συγκεκριμένα, στα Άνω Πατήσια. Είχε μόλις σπάσει το μονοπώλιο της «ΑΥΡΑΣ» (για όσους/ες τη θυμάστε) και μπορούσαμε πλεόν τόσο εγώ όσο και οι φίλοι μου (παρέα 13 άτομα όχι αστεία), ν’ απολαύσουμε ένα ρόφημα στα μέρη που σύχναζαν όλοι σχεδόν οι συνομήλικοί μας. Συνήθως την αράζαμε σ’ ένα καφέ γωνία Πατησίων και Σαρανταπόρου ή σ’ ένα IGLOO λίγο παρακάτω. Φραπέ κλασικά για τη συντριπτική πλειοψηφία και καπουτσίνο φρέντο για μένα, μιας και ήμουν πάντα ο πιο ιντελέκτουαλ.
Ανάμεσα στο πολύχρωμο μωσαϊκό των σουρταφερτατζήδων, ξεχώριζε ένας παππούς, τον οποίον είχαμε βαφτίσει ο παππούς των Πατησίων. Ήταν επαγγελματίας ζήτουλας όχι όμως σαν τους μαντράχαλους που βλέπουμε τώρα στα φανάρια να πουλάνε χαρτομάντηλα. Εκτός του ότι έδειχνε πασιφανώς κακόμοιρος, καλά ενημερωμένες πηγές (οι σερβιτόρες) μας είχαν ενημερώσει ότι τα είχε και λίγο χαμένα. Χωρίς να γίνεται όμως επικίνδυνος.
Η μέθοδος της επαιτείας δε, παραμένει μοναδική ως τα σήμερα. Μ’ ένα τεράστιο λεύκωμα υπό μάλης τριγυρνούσε στα καφέ και ζητούσε από τους πελάτες να γράψουν μιαν ευχή για τη θεραπεία την άρρωστης κόρης/εγγονής/ανηψιάς του, ανάλογα τη μέρα. Όποιος έγραφε του έκανε τράκα και κάνα ψιλό. Καλές εποχές προ ευρώ, κάτι του δίναν όλοι πάντοτε. Γράφαμε και ό,τι μας κατέβαινε, από μηνύματα μέχρι στίχους και τα νέα της περιοχής. Αν υπάρχει ακόμη, το λεύκωμά του αποτελεί ιστορικό κειμήλιο.
Οι πιο μουράτοι γκόμενοι, αυτοί που κυκλοφορούσαν με τα πρώτα κινητά, ξέραν ότι είχε μια πετριά να βρίζει (ψευδά και αστεία) όποιον δεν έβαζε το χέρι στην τσέπη. Έτσι τον προγκούσαν επίτηδες για να τους αρχίσει στα μπινελίκια και να γελάσουν μαζί του. Τουλάχιστον αφού τον κορόιδευαν, του έδιναν κάτι παραπάνω από εμάς τους υπόλοιπους. Ενώ σήμερα απλώς θα παίζανε λίγο μαζί του και θα τον έδιωχναν.
Όποιος έχει φωτογραφία του παππού ή του λευκώματος, παρακαλείται να τη στείλει.