Όταν ήμασταν πιτσιρικάδες και δεν υπήρχαν smartphones, τα δώρα τις άγιες μέρες όπως αυτές χωριζόταν σε τρεις κατηγορίες: Ρούχα, επιτραπέζια, βιβλία.
Μια χρονιά μου είχαν δωρίσει ένα βιβλίο με παραμύθια και ιστορίες, είτε εξελληνισμένες αποδόσεις ξένων λογοτεχνικών έργων είτε πρωτότυπες ιθαγενείς δημιουργίες, ανάμεσά τους και η ιστορία που θα σας διηγηθώ. Όπως τη θυμάμαι φυσικά γιατί και το βιβλίο έχει εξαφανιστεί κι έχει περάσει καιρός από τότε.
Είναι παραμονή Χριστουγέννου και όλοι στο σπίτι τρέχουν από το πρωί. Η μητέρα έχει ήδη αγοράσει αλεύρι, ζάχαρη, βούτυρο και όλα τα υπόλοιπα απαραίτητα συστατικά για τα Χριστουγεννιάτικα γλυκά. Η μεγάλη κόρη έχει ανάψει το φούρνο να ζεσταίνεται κι η μικρότερη, μαζί με τον Χρήστο, κουβαλούν κάμποσα επιπλέον ξύλα μπας και χρειαστούν. Άλλωστε μόλις ξεφουρνίσουν τα γλυκά, θα ψήσουν λίγο από το κρέας που κρατά ο πατέρας στα χέρια του. Γιατί το πολύ, το φυλάνε γι’ αύριο.
Μεγάλη μέρα ξημερώνει, η γέννηση του Θεανθρώπου όπως την προανήγγειλε το λαμπερό αστέρι της Βηθλεέμ. Μεγάλη μέρα και για τον Χρήστο που λόγω της ονομαστικής του γιορτής θα πάρει δώρα. Όλοι στο σπίτι παίρνουν βέβαια τέτοιες μέρες αλλά πώς να το κάνουμε, αυτός κάτι παραπάνω. Τα πακέτα είναι ήδη τοποθετημένα κάτω από το στολισμένο καράβι και από το πρωί τα γυροφέρνει προσπαθώντας να μαντέψει τι έχουν μέσα, μάταια όμως.
Το βράδυ, μπροστά από το αναμμένο τζάκι, ακούει τη γιαγιά να τους διηγείται ιστορίες για όσα συμβαίνουν πριν και μετά το δωδεκαήμερο. Για τους ουρανούς που ανοίγουν, για τους αγγέλους που ψάλουν Ωσαννά και κυρίως, για τους καλικάντζαρους, τα δαιμόνια και τα τελώνια που περπατάνε στη γη μέχρι τα Θεοφάνεια.
Άσχημα πλάσματα, τριχωτά, με κέρατα κατσικάς, ουρά γάτας, λαμπερά κόκκινα μάτια και μεγάλη γυριστή μύτη μ’ ένα τεράστιο σπυρί πάνω της. Βρώμικοι, κακοί και σαματατζήδες, μπαίνουν στα σπίτια του κόσμου να κάνουν ζημιές και να βλάψουν τους ανθρώπους που μένουν εκεί. Μαγαρίζουν τα φαγητά, σπάνε τους καθρέφτες και δαγκώνουν τα παιδιά στο λαιμό με τα σουβλερά τους δόντια. Το τελευταίο τρόμαξε τον Χρήστο. Αυτό έλειπε δα γιορτιάτικα, να τον δαγκάσουν οι καλικάντζαροι!
Όταν ξάπλωσε στο πάτωμα πάνω στη χοντρή φλοκάτη και σκεπάστηκε με την πιο χοντρή κουβέρτα, έκλεισε τα ματιά του μα ο ύπνος δεν τον έπαιρνε. Έβγαλε το κεφάλι από τα σκεπάσματα ανιχνεύοντας το χώρο γύρω του και να, σε μια γωνιά σαν κάτι να είδε. Μισόκλεισε τα μάτια και παρότι το ασθενές φως της μοναδικής λάμπας δε βοηθούσε διέκρινε δυο ζευγάρια λαμπερά κόκκινα ματάκια πάνω από δυο μεγάλες γυριστές μύτες μ’ ένα τεράστιο σπυρί η καθεμιά τους στην άκρη, να τον κοιτάζουν.
Το Χρήστο τον έκοψε κρύος ιδρώτας. Καλικάντζαροι στο σπίτι τους Θεέ και Κύριε! Σκέφτηκε να βάλει τις φωνές αλλά από την τρομάρα του είχε κοπεί η μιλιά. Κουκουλώθηκε καλά καλά προστατεύοντας με τα χέρια του το λαιμό και πέρασε ξάγρυπνος όλη τη νύχτα, κοιτάζοντας που και που τα κόκκινα μάτια καρφωμένα πάνω του χωρίς ευτυχώς να κουνιούνται. Με το πρώτο φως και αφού ξύπνησαν όλοι, πετάχτηκε από τα στρώματα για να τους ειδοποιήσει.
Πριν ανοίξει το στόμα του όμως έριξε μια τελευταία ματιά στους καλικάντζαρους και τι να δει. Ένα ζευγάρι τσαρούχια, δώρο για τη γιορτή του, ακουμπισμένα στη γωνιά. Τα μάτια ήταν οι χάντρες τους και τα τεράστια σπυριά οι φούντες πάνω στις άκρες. Τα πήρε στα χέρια και γελούσε χορεύοντας καθώς οι δικοί του τον φιλούσαν κι ευχόταν «και του χρόνου».