Σάββατο πρωί, πίνω έναν καφέ στη Λίμνη της Βουλιαγμένης. Όχι μέσα στη λίμνη φυσικά, στο παρακείμενο καφέ. Τσιμπημένη η τιμή του όπως καταλαβαίνετε, αλλά εκεί πας για τη θέα και όχι για το ρόφημα.
Δίπλα μου κάθεται ένα ζευγάρι Αμερικάνων, κυριολεκτικά μαγεμένο από την τοποθεσία και την εμπειρία. Ξέρετε, σέλφις, ποσταρίσματα και «γουάου» χωρίς οικονομικές παραμέτρους, (με λεν Γερούν και τα λεφτά σου μ’ αφορούν).
Η νεαρά σερβιτόρα πλησιάζει για την παραγγελιά. Φραπέ κόφι και γκρικ σάλαντ, εκθειάζοντας ταυτοχρόνως την τύχη της να εργάζεται σε ένα τόσο ειδυλλιακό τοπίο. Η μικρή καταπίνει την πραγματική γνώμη που έχει για την εργασία της και συμφωνεί μαζί τους. Σα σωστή επαγγελματίας, προσθέτει ότι το βράδυ λόγω του φωτισμού, είναι ακόμη ομορφότερα.
«Δηλαδή τι ώρα κλείνετε το βράδυ;»
«Συνήθως μία και μισή με δύο. Κάποιες φορές, ιδιαίτερα Παρασκευή και Σάββατο, πιο αργά».
Στα πρόσωπά τους σχηματίζεται ένα τεράστιο ερωτηματικό. Για μερικές δευτερόλεπτα μένουν σιωπηλοί, προσπαθώντας να επεξεργαστούν την πληροφορία.
«Μα…ποιος είναι ξύπνιος τέτοια ώρα;»
«Να μαντέψω, είναι η πρώτη σας φορά στην Ελλάδα».