Η πρώτη φορά που ψήφισα ήταν το μακρινό 1993, πριν ακόμη δηλαδή εμφανιστεί το δεκαχίλιαρο.
Η ψήφος τότε ήταν υποχρεωτική ακόμη. Δηλαδή αν ήθελες να κάνεις μια δουλειά στην εφορία ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, εκτός των άλλων δικαιολογητικών έπρεπε να προσκομίσεις και το εκλογικό βιβλιάριο, να δει τη σφραγίδα ο υπάλληλος και μετά να προχωρήσει τη διαδικασία.
Υπήρχαν δύο μονάχα εξαιρέσεις. Η πρώτη να ήσουν άνω των 65 ετών όταν είχαν λάβει χώρα οι ακριβώς προηγούμενες εκλογές και η δεύτερη να έμενες 300+ χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο στον οποίο είχες τα εκλογικά σου δικαιώματα.
Τότε ψήφιζα στην αθάνατη Ελληνική επαρχία και αν εκμεταλλευόμουν τη δεύτερη δικλείδα μπορούσα και να το αποφύγω αλλά είχα πάντα ένα θέμα με τη συμμετοχή στα κοινά. Εννιά ώρες ταξίδι πήγαινε κι εννιά ώρες έλα μ’ ένα λεωφορείο-αντίκα όπου οι μισοί καπνίζανε, οι άλλοι μισοί μύριζαν σκόρδο κι ο οδηγός στην προ-κινητών εποχή οδηγούσε με το walkman στ’ αυτιά και τα γυαλιά ηλίου (βράδυ) στα μάτια.
Είχαν πέσει πάνω μου λυτοί και δεμένοι για να ψηφίσω ΠΑΣΟΚ με την αιτιολογία ότι ξέραν όλοι κάποιον μέσα από το περιβάλλον της Εκάλης όπου τους είχε τάξει δουλειές και θα έπαιρναν κι εμένα σε μία από αυτές ως ανταμοιβή για την ψήφο. Μικρός εγώ τους πίστεψα, την έριξα στο ΠΑΣΟΚ, σε δουλειά φυσικά δε με πήραν, έμαθα όμως αρκετά νωρίς την αξία των πολιτικών υποσχέσεων.
Δε μετανιώνω να πω την αλήθεια διότι εκείνες οι εκλογές ήταν οι τελευταίες όπου είχαμε ουσιαστικά Πασοκάρα, ξέρετε για τι πράγμα μιλάω. Αντρέας, Λαλιώτης, Κατσιφάρας, Ωραίος Μπρούμελ και τα γαρύφαλλα στη Ρίτα να πέφτουν όπως η βροχή στον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. Αυτά που βλέπουμε πια μονάχα σε σήριαλ της εποχής και meme δηλαδή.
Από τότε δεν έχω χάσει ούτε μισή εκλογική αναμέτρηση. Δεν ικανοποιήθηκα πάντα από τις επιλογές μου όταν αυτές κλήθηκαν να κυβερνήσουν είτε γιατί στάθηκαν κατώτερες των προσδοκιών μου είτε γιατί απλά μ’ εξαπάτησαν. Παρόλα ταύτα η ψήφος μου έδωσε και συνεχίζει να μου δίνει ένα σημαντικό δικαίωμα. Πως ό, τι προκύψει καλό ή κακό, θα είναι και δική μου απόφαση.