‘’Το καλοκαίρι του 1965, βρέθηκα στο Παλαίκαστρο Κρήτης. Ο καλός μου φίλος και συστρατιώτης, ο Στέλιος ο Παπαρουνάκης, με κάλεσε να περάσω λίγες από τις διακοπές μου στο χωριό του. Ειδυλλιακό μέρος, σαν αυτά που πλέον βλέπουμε στις παλιές ταινίες. Γεμάτο αγνούς ανθρώπους, ανοιχτόκαρδους, από τη ράτσα εκείνη που χάνεται σιγά σιγά.
Κάθε μέρα ήταν μιαν αποκάλυψη. Από ανέγγιχτες ακτές σε μυστικά βουνίσια μονοπάτια και από κρητικά γλέντια σε τραγούδια τυφλών λυράρηδων. Σα να είχα πέσει με το κεφάλι σε μια χωρά βγαλμένη από τις αφηγήσεις κάποιας γιαγιάς.
Όταν δε, έμαθαν ότι ήμουν ορφανός, εκτός από τα σπίτια τους, ανοίξανε και τις καρδιές τους. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα τι θα πει αυτή η άγνωστη λέξη. Υποστήριξη.
Δεν ήθελε πολύ, να νιώσω εγώ ο ξενομερίτης ένας από αυτούς. Παρ’ όλα ταύτα, υπήρχαν μερικές φορές που με απέκλειαν από τις παρέες και τις συζητήσεις τους. Όχι με λόγια, ούτε καν με βλέμματα. Ήταν κάτι αδιόρατο, σα μια λεπτή κουρτίνα που μας χώριζε. Ιδιαίτερα όταν μιλούσαν για τον πόλεμο. Δεν υπήρχε ούτε ένα σπίτι στην περιοχή που να μην είχε χάσει δικό του, από τα χέρια των αντίχριστων. Και αν ο πανδαμάτορας χρόνος είχε κλείσει τις πληγές του σώματος, δεν είχε κάνει εξίσου καλή δουλειά με τις πληγές της ψυχής.
Μια από τις σημαντικότερες διασκεδάσεις, ήταν οι αγώνες ποδοσφαίρου. Ιδιαίτερα με αντίπαλο το διπλανό χωριό και την ομάδα τους, τον Κουρήτη. Οι ποδοσφαιριστές ήταν όλοι κάτοικοι της περιοχής που αλλάζανε τις βράκες και τα στιβάνια με τα κοντοβράκια, όπως λέγανε τ’ αθλητικά σορτς.
Κατεβαίνανε με λύρες, λαγούτα και φωνές μεγάλες, σα να πηγαίνανε στη μάχη. Έλεγες δε μπορεί, κάποιος θα παρασυρθεί, θα τραβήξει την κουμπούρα και θα μετατρέψει τον αγωνιστικό χώρο σε λίμνη αίματος. Παρά το αγριωπό παρουσιαστικό και τις βαρύγδουπες δηλώσεις όμως, το τέλος του ματς τους έβρισκε όλους αγκαλιασμένους να πίνουν ρακί, τραγουδώντας το ‘’πότε θα κάνει ξαστεριά’’. Όσο για το σκορ, μετά το δεύτερο μπουκάλι και να θέλανε, δε μπορούσαν να το κρατήσουν.
Μια μέρα πριν φύγω, οι δύο κοινότητες είχαν ένα τέτοιο ποδοσφαιρικό ραντεβού. Ήδη έξω για την καθιερωμένη μου βόλτα, πήγα κατευθείαν στο γήπεδο. Ήμουν ο πρώτος, πράγμα που με παραξένεψε κάπως αλλά δεν το πολυσκέφτηκα. Μάσησα λίγο ψωμί και περίμενα τους υπόλοιπους.
Φανήκανε ξαφνικά, σα να φυτρώσανε από τη γη. Μικροί, μεγάλοι, γέροι, νέοι, μέχρι τα σκυλιά του χωριού, θαρρούσες ότι βρισκόταν εκεί. Περπατούσαν στη σειρά, βουβοί, ανέκφραστοι, σα να πηγαίνανε σε λιτανεία. Γέμισαν τον αγωνιστικό χώρο και περίμεναν.
Οι ‘’Κουρήτες’’ εμφανιστήκανε από την άλλη μεριά. Μπροστάρης , ένας μικρόσωμος μελαχρινός, ξεκάθαρα όμως όχι με τη θέλησή του. Αντίθετα, οι από πίσω του τον σπρώχνανε βίαια για να προχωρήσει, αδιαφορώντας για τα κλάματά του. Όταν φτάσανε στο κέντρο του γηπέδου, όλοι μαζί τον περικυκλώσανε.
Εκείνος έπεσε στα γόνατα, κλαίγοντας με λυγμούς. Χτυπούσε το στήθος του βγάζοντας γοερές κραυγές, παρακαλώντας να τον λυπηθούν. Μια γριά τον πλησίασε, τραβώντας ένα μικρό μαυρομάνικο μαχαίρι από την τσέπη της ποδιάς της. Ο μικρόσωμος μελαχρινός κατάχλωμος, έκλεισε τα μάτια περιμένοντας το τέλος του.
Η γυναίκα, πέταξε το μαχαίρι στα πόδια του και με δυνατή φωνή πρόφερε ένα όνομα
‘’Ρούσσος Κατσανεβάκης’’
Οι υπόλοιποι εν χορώ, φωνάξανε ‘’αθάνατος’’.
Μετά, ένας νεαρός με κόκκινα μαλλιά και γένια.
‘’Ανδρέας Σταματάκης’’
‘’Αθάνατος’’
‘’Μαρία Βουρβουράκη’’
‘’Αθάνατη’’
‘’Νίκος και Δέσποινα Γρομπάκη’’
‘’Αθάνατοι’’
‘’Αβάπτιστο’’
‘’Αθάνατο’’
Όταν ο τελευταίος πέταξε τη λεπίδα του, ο μικρόσωμος μελαχρινός είχε καλυφθεί ολόκληρος από έναν τύμβο φτιαγμένο με μαχαίρια αντί για χώμα. Μικρά, μεγάλα, με κοκάλινη λαβή, με χαραγμένες μαντινάδες. Τα πιο πολλά σε θήκες, μερικά ξεμανίκωτα. Ένα δύο με ξεραμένες κηλίδες αίματος στην κόψη.
Τα τίναξε αργά από πάνω του και στάθηκε τρέμοντας απέναντι από το πλήθος. Ανοιγόκλεισε το στόμα του χωρίς να βγει από μέσα του μια λέξη, σαν τον κορυφαίο του χορού που ξέχασε τα λόγια του. Οι κάτοικοι, με μια κίνηση μπαλέτου, γυρίσανε ταυτόχρονα τις πλάτες τους και απομακρυνθήκανε.
Είχαμε μείνει πια εγώ και αυτός. Μετά από λίγο, είχα μείνει μόνον εγώ.