Τα «Σαράντα παλληκάρια από τη Λεβαδιά» τα γνωρίζουμε όλοι μέσα από το ομώνυμο δημοτικό τραγούδι. Αφηγείται τη στιχομυθία μεταξύ σαράντα γενναίων ανδρών που κατηφορίζουν προς την Τριπολιτσά με σκοπό να βοηθήσουν εθελοντικά τα στρατεύματα που την πολιορκούν, κι ενός γέροντα που λιάζεται.
Η περιγραφή και ο διάλογος όπως διασώζονται με μικρές παραλλαγές πανελλαδικά μέσω των στίχων, αν και λιτά δοσμένα είναι πλούσια σε νοήματα.
«Σαράντα παλληκάρια από τη Λεβαδιά, πάνε για να πατήσουνε την Τροπολιτσά. Στο δρόμο που πηγαίνουν, γέροντα απαντούν.
-Γεια και χαρά σου γέρο.
-Κάλως τα τα παιδιά. Που πάτε παλληκάρια, που πατ’ ωρέ παιδιά;
-Πάμε για να πατήσουμε την Τροπολιτσά.»
Τη λιτότητα την κατανοείτε. Τα νοήματα θέλουν λίγη ανάλυση.
- Η επανάσταση έχει εδραιώσει το χαρακτήρα της ως «εθνική υπόθεση». Γι’ αυτό κάτοικοι μιας περιοχής αφήνουν τα σπίτια τους για να συνδράμουν έναν ένοπλο αγώνα που γίνεται γεωγραφικά μακριά, για την εποχή, από εκεί που μένουν.
- Δεν υπάρχει κάποιος επικεφαλής, ούτε ονοματίζεται κανείς. Παρελαύνουν ανώνυμα ως ισότιμη ομάδα.
- Βλέποντας έναν ηλικιωμένο στο δρόμο του απευθύνουν σεβάσμιο χαιρετισμό, αποκαλώντας τον γέρο.
- Ο γέρος δεν παρεξηγείται από το χαρακτηρισμό. Λογικό μιας και το «γέρος» δεν αποτελεί ηλικιακή διάκριση αλλά τίτλο, βλ. «ο Γέρος του Μωριά».
- Ο γέρος, που σίγουρα δεν έχει τι να κάνει γι’ αυτό και κάθεται στη δημοσιά, παραμένει γαλήνιος μπροστά στη θέα των προφανώς αρματωμένων ανδρών. Αντί να τρέξει, να φωνάξει, να δείξει μιαν ανησυχία βρε αδερφέ, απλά τους ρωτά για το κατά που παν. Δείγμα ότι είναι εξοικειωμένος με παρόμοιες ομάδες τις οποίες μπορεί να ξεχωρίσει από αντίστοιχες ληστών και κακούργων.
- Οι αγωνιστές πολύ εύκολα και αντίθετα προς τη λογική και την πρακτική παρόμοιων αποστολών, αποκαλύπτουν σ’ έναν άγνωστο τον τελικό τους προορισμό. Δείγμα του ότι όλοι τους είναι τόσο πεπεισμένοι για το δίκαιο αλλά και την επιτυχή έκβαση της αποστολής, που αντί να καλύψουν τα ίχνη της, αντίθετα τη διατυμπανίζουν.
Το τραγούδι βέβαια σταματά εδώ. Θέλω να φαντάζομαι όμως ότι ο γέροντας καθώς τους βλέπει να συνεχίζουν το δρόμο τους, συγκινημένος τους λέει «να’ χετε την ευχή μου» κι αυτοί τον χαιρετούν υψώνοντας στον αέρα τα καρυοφίλια τους.
Και για μιαν όμορφη εκδοχή του τραγουδιού (circa 1938), εδώ.
Η φωτογραφία προέρχεται από την ομότιτλη, και μάλλον άγνωστη Ελληνική ταινία.