Δεν ξέρω αν έχετε προσέξει ότι ένα δημοφιλές σενάριο στις ταινίες ενηλίκων είναι όταν ένα ντελίβερι παραδίδει μια παραγγελία, να του ανοίγει μια ελαφροντυμένη γυναίκα που δεν έχει να πληρώσει.
Αυτό λοιπόν μπορεί να συμβεί και στην πραγματικότητα αν και όχι ακριβώς με τη συνέχεια που συνήθως βλέπουμε στις εν λόγω ταινίες.
Παραγγελία, νύχτα. Όταν λέμε νύχτα όμως εννοούμε αργά, λίγο πριν τα φαντάσματα. Φτάνω ο καλός σας στο προορισμό, χτυπάω το κουδούνι, μου ανοίγουν κι ανεβαίνω πρώτο. Μέχρι πρώτο πάω με τα πόδια πιο πάνω με τον ανελκυστήρα.
Μου ανοίγει μια νεαρά μπαμπάτσικη φορώντας μονάχα ένα φανελάκι κι ένα μικρό σορτς, ντύσιμο ακατάλληλο για το κρύο της νύχτας και της εποχής καθώς και του γεγονότος ότι το σπίτι δεν είχε προφανώς θέρμανση. Ενώ γίνονται αυτά περνά τρέχοντας πίσω της ένας γυμνός άντρας. Επειδή έχω δει και χειρότερα της δίνω το πακέτο και ζητάω το αντίτιμο. Είκοσι ευρώ και οχτώ λεπτά.
Τα οχτώ λεπτά δεν τα περιμένεις ποτέ και αν σου δώσουν τα είκοσι δεν παρεξηγείσαι, όμως είσαι υποχρεωμένος ν’ αναφέρεις την τιμή όπως είναι. Μου δίνει τα είκοσι και μου λέει «τα οχτώ λεπτά δεν τα έχω, μου τα χαρίζεις χαχα!»
Μμμμναι. Εάν το έλεγε φυσιολογικά ή ακόμη καλύτερα απολογητικά θα έφευγα. Να σπας πλάκα όμως με την περήφανη εργατιά, τους essential workers, τη ραχοκοκαλιά της Ελληνικής οικονομίας, είναι κάτι που η προλεταριακή μου συνείδηση δε μπορεί να το δεχτεί.
Οπότε με πολύ casual ύφος της λέω «δε ρωτάτε μήπως έχει ο κύριος μέσα;». Πετάγεται σα να τη δάγκωσε ταραντούλα. «Ποιος κύριος, μόνη μου είμαι εδώ». Ναι καλά, σε τα μας που τα κάναμε τη δεκαετία του ’90 χωρίς κινητά και ίντερνετ. Ακόμη πιο casual ύφος και «αυτόν που πέρασε χωρίς ρούχα πίσω από την πλάτη σας».
Η έκφραση «με κάνανε τσακωτή» έχει χαραχτεί στο πρόσωπό της. Τρέχει σφαίρα προς τα μέσα, την ακούω να ψιθυρίζει κάτι με τον κύριο που δεν είναι μέσα και γυρνά με ένα δίευρο. Δεν ήθελε ρέστα.