Τις παλιές καλές εποχές όπου όλα ήταν πιο αγνά και πιο δύσκολα, το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης στο χωριό, στολίζαμε τον Επιτάφιο.
Εδώ πρέπει να τονίσω πως έχω τρομερή εμπειρία στον στολισμό Επιταφίων με συμμετοχή σε πάνω από τριάντα σχετικούς. Όπως άλλωστε και στην περιφορά, όμως αυτό είναι μία άλλη ιστορία.
Ο στολισμός του επιταφίου στο χωριό ήταν κάτι περισσότερο από έθιμο ή ακόμη και από θρησκευτική τελετή. Ήταν event. Στο οποίο μάλιστα δε συμμετείχε ο καθένας επειδή απλά και μόνο τύγχανε κάτοικος της περιοχής ή ενορίτης. Υπήρχαν αυστηρά κριτήρια επιλογής με κυριότερο αυτών να σε συμπαθούσε κάποιο μέλος της επιτροπής στολισμού. Διότι βαθύ ΠΑΣΟΚ τότε, μια επιτροπή έπαιζε παντού.
Αφού λοιπόν εγκρινόσουν, σου ανέθεταν κάποιο καθήκον. Κι εδώ υπήρχαν βαθμίδες με τις εξέχουσες προσωπικότητες να λαμβάνουν θέσεις όπως διακοσμητής και συντονιστής έργου ενώ οι λοιποί παίρναμε πιο χειρωνακτικές εργασίες. Εμένα με βάζανε στο τμήμα προμήθειας πρώτων υλών.
Βαρύγδουπος τίτλος για το «πηγαίντε και μαζέψτε λουλούδια». Διότι εκτός από τη μαζική παραγγελία λευκών γαρύφαλλων τα οποία κάλυπταν περίπου τα 7/8 του Επιταφίου, απαιτούνταν και διάφορα μικρότερα πολύχρωμα όπως ζουμπούλια για τις λεπτομέρειες και τις γιρλάντες.
Γυρίζαμε λοιπόν το χωριό σπίτι-σπίτι και ζητούσαμε από τις καλονοικοκυρές να μας δώσουν από τ’ άνθη της αυλής τους, όσα θέλαν. Εκείνες γενναιόδωρα ξήλωναν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους θέτοντας ως όρο να τους κρατήσουμε λίγα πέταλα μετά το τέλος της περιφοράς, ώστε να τα χρησιμοποιήσουν στα χειροποίητα φυλαχτά τους.
Όταν τα παραδίδαμε, τελείωνε και ο ρόλος μας. Μας κρατούσαν όμως μεγαλόψυχα τριγύρω μήπως χρειαστεί να κάνουμε κάποια μικρή αγγαρεία όσο αυτοί δημιουργούσαν. Καλά ήταν γιατί εκτός του ότι όλοι γνωριζόμασταν μεταξύ μας οπότε δε βαριόμασταν, μπορούσαμε να φάμε όσα λουκούμια και να πιούμε όσα αναψυκτικά θέλαμε, νηστεία γαρ.
Όποιος είχε καλλιτεχνικό μάτι πεταγόταν ως την άλλη ενορία για να κατασκοπεύσει το δικό τους Επιτάφιο και να τον περιγράψει μετά στους δικούς μας. Και αυτό διότι ανάμεσα στις δύο ενορίες έτρεχε ένας άτυπος διαγωνισμός για το ποια θα στολίσει καλύτερα, τ’ αποτελέσματα του οποίου έβγαιναν από μία (το μαντέψατε νομίζω) επιτροπή.