Σκλάβες, αυτή είναι η σωστή λέξη που περιγράφει την πραγματικότητά τους. Χωρίς γονείς, χωρίς πατρίδα, χωρίς τίποτα. Το μόνο που έχουν είναι η μια την άλλη.
Ανταλλάσουν ιστορίες. Μεγάλοι ναοί, ποτάμια, ήρωες. Η μια, η μικρότερη, είναι από σπουδαία γενιά. Ο πρόγονός της ήταν αρματηλάτης του Ραμσή του Β’ όταν πολέμησε τους πειρατές της θάλασσας. Έκτοτε, η φαμίλια της έχει σπουδαία προνόμια. Όχι ότι τελικά τη βοηθούν σε κάτι.
Η άλλη, η μεγαλύτερη, δεν έχει κάποιο πρόγονο για τον οποίο μπορεί να επαίρεται. Νόθα κόρη μιας πόρνης και ενός αγρότη, προορισμένη ν’ αντικαταστήσει τη μάνα της όταν αυτή θα γερνούσε πέρα από κείνο το σημείο που ξυπνά τον πόθο στους άντρες. Αλλά η επιδημία που σάρωσε τη χώρα την άφησε ορφανή και λέφτερη. Για λίγο τουλάχιστον.
Έχουν ονόματα όμως οι κύριοι τους τις σπάνιες φορές που τις καλούν κοντά τους, απλά γνέφουν. Παράξενοι άνθρωποι. Οι πιο μεγάλοι, τρεις το σύνολο, προσεύχονται όλη την ώρα στη μεγάλη βελανιδιά, τόσο που μερικές φορές λιποθυμάνε από τη ζέστη και την ορθοστασία.
Ο νεαρός, το τέταρτο μέλος της μικρής ομάδας, έρχεται και τους μαζεύει από τις μασχάλες. Επαναλαμβάνει συνεχώς τις ίδιες λέξεις, ιδιαίτερα μία. ‘’Τρελόγεροι’’. Δεν ξέρουν τι σημαίνει αλλά σίγουρα δεν είναι κάτι καλό.
Συχνά συζητάνε να το σκάσουν. Η μικρή, γεμάτη φωτιά προσπαθεί να ξεσηκώσει τη μεγάλη. ‘’Ούτε αλυσίδες, ούτε ψηλά τείχη μας εμποδίζουν. Οι γέροι δε μπορούν να μας καταδιώξουν και ο νέος κάποτε θα κοιμηθεί’’. Αυτή όμως διαφωνεί. ‘’Να φύγουμε, να πάμε που; Πριν κάνουμε 2 βήματα θα μας πιάσουν και θα μας φέρουν πίσω. Αν οι κύριοι θυμώσουν και αρχίσουν να μας δέρνουν, πίστεψέ με δε θα σου αρέσει καθόλου’’.
Η μικρή φουρκίζεται και τη φωνάζει δειλή. Η μεγάλη της απάντα ότι μια πριγκίπισσα δεν καταλαβαίνει τους φτωχούς. Για μέρες δε μιλιούνται. Μετά ξαναφιλιώνουν και δώστου απ’ την αρχή.
Υπάρχει κι ένας άλλος λόγος που η μεγάλη δε θέλει να το σκάσει. Κάθε φορά που ο νεαρός τους φέρνει φαγητό της χαμογελά. Έχει πλέον αρκετή πείρα για να καταλάβει τι κρύβει το χαμόγελο ενός άντρα. Το δικό του όμως δε δείχνει να θέλει κάτι. Απλά της χαμογελά. Αυτό τη μπερδεύει. Συνηθισμένη από τους πελάτες της μάνας της, δυσκολεύεται να πιστέψει ότι ένας αρσενικός κάνει κάτι χωρίς να ποθεί το κορμί της.
Το οποίο παρεμπιπτόντως δεν είναι καθόλου άσχημο. Αν και έχει περάσει από καιρό τα 25, ο χρόνος δεν έχει αφαιρέσει ακόμη τη σφριγηλότητα της σάρκας ή την ομορφιά του προσώπου. Για το δεύτερο πρέπει να ευχαριστεί και τη μικρή της φίλη. Εκτός από τις πούδρες και τα κοκκινάδια που έχει μαζί της, μπορεί να παρασκευάσει ό,τι καλλυντικό χρειάζεται μια γυναίκα, σχεδόν από το τίποτα.
Όπως κάθε πρωινό, η μία βάφει την άλλη. Χρησιμοποιούν λεπτά κομμάτια ξύλου για ν’ απλώσουν ομοιόμορφα στρώματα στάχτης ανακατεμένα με λίπος πάνω στα φρύδια τους, ώστε να δείχνουν μεγαλύτερα. Έχουν αποφασίσει ότι ανεξαρτήτως της καταστάσεως, θα είναι πάντα όμορφες. Εν μέρει γιατί αυτό τις κάνει να αισθάνονται λίγο καλύτερα. Εν μέρει γιατί δεν έχουν κάτι άλλο να κάνουν. Ούτε δουλειές, ούτε θελήματα, ούτε χάρες.
Συνεχώς αναρωτιούνται τι σκοπούς έχουν γι’ αυτές, χωρίς να μπορούν να βρουν μία λογική απάντηση. Αυτό πρόκειται ν’ αλλάξει. Ο γηραιότερος των τριών, ο μόνος που μιλά αιγυπτιακά, τις πλησιάζει απροειδοποίητα. Αιφνιδιάζονται τόσο που τα σύνεργα πέφτουν απ’ τα χέρια τους. Σηκώνονται όρθιες και στέκονται μπροστά του με σεβασμό. Αφού κοιτάζει ξανά με ικανοποίηση το πόσο έχουν βρωμίσει τα πόδια και των δύο, τους απευθύνεται για δεύτερη μόλις φορά.
”Αύριο, ξεκινάμε”.
Το μόνο που με ενοχλεί είναι που πρέπει να περιμένω τη συνέχεια….
Σαν παλιό περιοδικό.