Παλιά.
Ο άντρας περπατά σιγά στο σκονισμένο περίβολο. Νέος, με μαύρα μαλλιά κι έντονα μαύρα μάτια. Ο μεταξωτός χιτώνας που καλύπτει το κορμί του, μαζί με το επιβλητικό του παράστημα, είναι αλάνθαστα σημάδια βασιλικής καταγωγής.
Αν και είναι η πρώτη φορά που οι ντόπιοι βλέπουν έναν τόσο αρχοντικό ξένο, δεν είναι αυτός που τους τραβά την προσοχή. Είναι η γυναίκα που τον συνοδεύει. Μιάμιση φορά το ύψος ενός φυσιολογικού ανθρώπου και ζωσμένη με κοντάρι, κράνος, και μια μεγάλη τετράγωνη ασπίδα.
Σγουροί βόστρυχοι καλύπτουν τον τεράστιο σβέρκο της. Μια σουβλερή μύτη κι ένα σαγόνι τετράγωνο σαν την ασπίδα της, συμπληρώνουν την τρομακτική της όψη. Αν δεν προσέξεις τα στήθη που ξεχωρίζουν κάτω απ’ το λευκό ένδυμα, μπορείς να ορκιστείς ότι πρόκειται για άντρα. Και σίγουρα μπορείς να ορκιστείς στο δικό της όνομα γιατί, χωρίς αμφιβολία, στη φτωχή αυλή της Δωδώνης στέκεται μια θεά.
οι ιερείς έχουν πέσει με τα μούτρα στο έδαφος, μουρμουρίζοντας προσευχές και καλωσορίσματα, μη τολμώντας να σηκώσουν το βλέμμα τους. Τρέμουν σύγκορμοι καθώς οι γιγαντιαίες πατούσες της περνούν μπροστά από τα λιγδιασμένα τους κρανία. Ένα στραβοπάτημα και θα τα λιώσει σαν σταφύλια.
Ο πρίγκιπας απ’ την άλλη, δείχνει τρομερά άνετος δίπλα της. Η κουβέντα τους είναι κουβέντα φίλων και όχι θεού με θνητό. Ποιο μεγαλύτερο σημάδι εύνοιας απ’ αυτό; Όποιος και να είναι, όσοι βρίσκονται εκεί με τα μούτρα κολλημένα ακόμη στο χώμα, δε μπορούν παρά να μακαρίζουν την τύχη του.
-Σηκωθείτε.
Η κοφτή εντολή που βγαίνει απ’ τα χείλη της είναι αρκετή για να πεταχτούν σαν ελατήρια. Τους πλησιάζει, πασχίζοντας να διακρίνει ποιος είναι ο αρχηγός του συνοθυλεύματος που στέκεται μπροστά της. Η βρώμα που αναδύουν της φέρνει αναγούλα και για μια στιγμή σκέφτεται να σηκώσει το δόρυ της. Με ό,τι συνήθως ακολουθεί.
Ο άντρας καταλαβαίνει ότι η θεά λίγο θέλει να μετατρέψει το μαντείο σε σφαγείο και αποφασίζει ν’ αναλάβει δράση. Άλλωστε, αν και κατώτεροί του, οι ιερείς δεν παύουν να είναι άνθρωποι.
-Οι θεοί αγαπούν αυτούς που τους τιμούν και ζουν σύμφωνα με το θέλημά τους. Δείγμα της αγάπης τους είναι και ότι σήμερα, ενώπιον σας, βρίσκεται η Παλλάδα. Η σπουδαιότερη από τις θεές του Ολύμπου.
Το τελευταίο σχόλιο είναι ξεκάθαρη υπερβολή. Κάτι που δε φαίνεται να ενοχλεί τη γυναίκα. Και που κανείς από τους παρευρισκόμενους δε τολμά ν΄ αμφισβητήσει βεβαίως. Ο άντρας συνεχίζει.
-Είναι μια μέρα που θα περιγράφετε στα παιδιά σας και αυτά στα δικά τους. Ακόμη, ζαλισμένοι από το μεγαλείο της, δε μπορείτε να συνειδητοποιήσετε τη χάρη με την οποία σας έχει λούσει. Από τώρα και μέχρι την αιωνιότητα, είστε ευλογημένοι.
-Αρκετά Ιάσονα. Βρες τον επικεφαλής και πάμε να πάρουμε αυτό για το οποίο ήρθαμε. Είναι αρκετό που κάνω θελήματα για την Ήρα, δε θ’ αντέξω και τη γκρίνια της αν καθυστερήσουμε.
Ο Ιάσων υποκλίνεται με σεβασμό και τραβά απ’ το μπράτσο το λιγότερο βρώμικο. Του ψιθυρίζει κάτι πριν αυτός χαθεί τρέχοντας προς τη μοναδική καλύβα που υπάρχει στον περίβολο.
-Πρέπει να ομολογήσω ότι πρόκειται για εξαιρετικά τολμηρή πράξη να κρύψετε ένα τόσο πολύτιμο αντικείμενο σε έναν τόσο … ακατάλληλο χώρο.
-Ιδέα του αρχηγού. Ξέρεις, όταν δεν κυνηγά ό,τι φορά φουστάνι, το μυαλό του δουλεύει καλύτερα απ’ όλων μας. Αυτό που σχολιάζεις το λέει ‘’κρύβομαι σε κοινή θέα’’. Η λογική είναι ότι κανείς δε θα σκεφτεί να ψάξει εδώ.
-Και να το σκεφτεί, ποιος θα τολμήσει να τα βάλει μαζί σας;
-Μη το λες. Εσείς οι άνθρωποι όσο πάτε και αντριεύετε. Κάποτε, με το ζόρι θα έβρισκα έναν σαν εσένα. Και συ μάζεψες ήδη πενήντα χωρίς κόπο. Σου το λέω ότι μια μέρα θα διαφεντεύετε τούτον τον τόπο. Κι εμείς θα είμαστε μιαν ανάμνηση. Αλλά όχι ακόμη.
Ο ιερέας έχει επιστρέψει κρατώντας ένα μεταλλικό κουτί που της προσφέρει τεντώνοντας τα χέρια του. Αν και αρκετά μεγάλο για τον ίδιο, με το ζόρι καλύπτει την παλάμη της. Η Αθηνά το κοιτάζει και αλλάζει χρώμα.
-Το κουτί είχε και ένα ξύλινο σκέπασμα. Τώρα δεν έχει ξύλινο σκέπασμα. ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΣΚΕΠΑΣΜΑ.
Ο κακομοίρης κατουριέται πάνω του από το φόβο. Ψελλίζει ότι το ιερό αντικείμενο είναι στην ίδια κατάσταση εδώ και πολλές εποχές. Ότι κανείς δεν το πείραξε. Ότι, μα όλους τους θεούς, δεν έχει ιδέα που είναι το ξύλινο σκέπασμα. Το αξιολύπητο παραλήρημα, του σώζει τελικά τη ζωή. Μαζί με τον Ιάσονα που παρεμβαίνει καταλυτικά για δεύτερη φορά.
-Ο μηχανισμός δείχνει να είναι ακέραιος, αυτό είναι το σημαντικό. Όσο για το κομμάτι που λείπει, θα κόψουμε ένα ίδιο από τη βελανιδιά και με δύο κοχλίες θα είναι μια χαρά.
-Έστω. Ας τελειώνουμε, να φύγουμε από δω. Ξέρεις το πόσο μισώ να πετάω νύχτα.
Τώρα.
Ο Κύλος χαϊδεύει με τ’ ακροδάχτυλά του το περίγραμμα του κομματιού που λείπει απ’ το δέντρο και γυρνά στο δωμάτιό του.