Η Νιμ χαϊδεύει με τ’ ακροδάχτυλα το βελανίδι, προσφορά του Άριστου. Ακόμη θυμάται τους πιστούς να πέφτουν πάνω του με μανία, διεκδικώντας ένα απ΄ αυτά που κρατούσε στα χέρια του, σε μια προσπάθεια να κλέψουν λίγη παραπάνω θεϊκή εύνοια.
Η φίλη της απορεί. Εντάξει, οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις είναι πάντα περίεργες, όμως αυτό παραπάει. Η Νιμ κοιτάζει τον καρπό λες και είναι δαχτυλίδι με πράσινη πέτρα. Να δώσει ο Ρα και να μην ξεμωραθεί το ίδιο όταν φτάσει στην ηλικία της.
Το δώρο εξαφανίζεται γοργά στην εσωτερική τσέπη, καθώς ο γηραιότερος Ιερέας τις πλησιάζει. Τον λένε Κύλο. Υπηρετεί το δέντρο όλη του τη ζωή.
-Γδυθείτε.
Μένουν και οι δύο άναυδες. Όλο το διάστημα της παραμονής τους εδώ, ούτε αυτός ούτε κανένας άλλος έχει δείξει την παραμικρή διάθεση να εκμεταλλευτεί τη γυναικεία τους φύση. Τελικά, όλοι οι άντρες είναι ίδιοι. Το μόνο που διαφέρει είναι ο χρόνος που θα εκδηλωθούν. Με αργές κινήσεις, αρχίζουν ν’ αφαιρούν τους χιτώνες τους. Ο Κύλος καταλαβαίνει από την έκφρασή τους ότι δε το διασκεδάζουν διόλου.
-Φαντάζομαι τι σκέφτεστε. Αν όμως έστω προσπαθήσω να κάνω ότι σκέφτεστε, το πολύ πολύ εσείς να βάλετε τα γέλια και μένα να με πιάσει η μέση μου. Έχω αφήσει τις απολαύσεις τις σάρκας πίσω μου χρόνια πριν αρχίσουν ν’ ασπρίζουν τα μαλλιά μου. Θέλω μόνο να βεβαιωθώ ότι καμιά σας δεν έχει ουλές που θα την κάνουν ακατάλληλη για υπηρέτρια του Δία.
Ηρεμότερες πλέον, από την εξήγησή του, αφήνουν τα ρούχα τους να γλιστρήσουν στο έδαφος. Ο άντρας κάνει μια στροφή γύρω τους, ερευνώντας εξονυχιστικά και την παραμικρή πτυχή των κορμιών τους. Ικανοποιημένος από την ποιότητα του δέρματος και την παντελή απουσία οποιουδήποτε σημαδιού, τους γνέφει να ξαναφορέσουν τα ενδύματά τους. Κατόπιν, όπως το συνηθίζει, αποχωρεί χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις.
-Τι άνθρωποι είναι αυτοί; Μα τους θεούς δεν ξέρω αν πρέπει να τους συμπαθήσω ή να τους χτυπήσω.
-Μάλλον τους έχεις ήδη συμπαθήσει, Χατέπ.
-Είναι βάρβαροι πληβείοι. Αυτός ο γέρος όμως έχει μιαν αρχοντιά. Μου θυμίζει τους ιερείς του Άμωνα. Και ο νεαρός δεν είναι άσχημος.
Κάνει το τελευταίο σχόλιο μ’ ένα πονηρό γελάκι, ίσα για να πειράξει τη φίλη της. Η Νιμ όμως την ξέρει πλέον καλά. Της απαντά λοιπόν στο ίδιο ύφος.
-Και θα καταδεχόταν η αφεντιά σου να κυλιστεί στ’ άχυρα με έναν υπηρέτη;
-Πως τη λένε εδώ την παροιμία που σου αρέσει; Το μη χείρον βέλτιστον.
Γελάνε δυνατά. Ο Κύλος, που δεν έχει απομακρυνθεί τόσο, γυρίζει απορημένος. Τις μαλώνει αυστηρά όταν όμως φεύγουν τρέχοντας προς την κάμαρή τους, ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του. Είναι σίγουρος ότι ο θεός ο ίδιος του τις έχει πέψει.
Καιρός είναι, σκέφτεται. Ο Νεφελοστιβάχτης παραμένει σιωπηλός για παραπάνω απ’ όσο πρέπει. Ευτυχώς που στην τελευταία τελετή ο άνεμος φύσηξε και οι πιστοί θα μείνουν για λίγο ακόμη ευχαριστημένοι. Αν όμως ο Ερίγδουπος* δεν αρχίσει γρήγορα να του στέλνει οράματα, όπως μέχρι πρότινος, θα έχουν άσχημα ξεμπερδέματα με τους καθόλου ανεκτικούς ντόπιους.
Πώς ξέπεσε έτσι το μέρος; Οι μισές από τις ιστορίες που έχει ακούσει να είναι αλήθεια, έχουν πατήσει τούτα τα χώματα θεοί και ήρωες που δέκα μαζί απ’ όσους ζούνε σήμερα, δεν τους φτάνουν στο μικρό τους δαχτυλάκι. Κοιτάζει με θλίψη τη χαμηλή περίφραξη και αναπολεί τις διηγήσεις των παιδικών του χρόνων. Τότε, πριν αφιερωθεί στο ιερό. *Ο βροντώδης.