Τα 100 γλυκά είναι μία ιστορία την οποία διάβασα κάποτε σ’ ένα σχολικό μου βιβλίο. Κι επειδή όπως συχνά συμβαίνει με παρόμοιες ιστορίες τις οποίες δε μπορώ να ξαναβρώ, θα σας τη διηγηθώ από μνήμης.
Ο Αντώνης λάτρευε τα γλυκά, όλοι στο χωριό το ήξεραν αυτό. Οι τσέπες του ήταν πάντα γεμάτες κουλούρια, το χαρτζιλίκι του το ξόδευε σε καραμέλες, στις γιορτές έπαιρνε πάντα δύο χούφτες σοκολατάκια και όταν οι γειτόνισσες έφτιαχναν κέικ, τον Αντώνη φώναζαν για να γλείψει τ’ ανακατευτήρια του μίξερ.
Η μάνα του είχε απαυδήσει να τον βλέπει όλη την ώρα μες στα σιρόπια και τις ζάχαρες. Άσε που έπρεπε να κρύβει το βάζο με το κυδώνι στο πιο ψηλό ράφι της κουζίνας. Όταν τον ρωτούσαν «καλά παιδάκι μου, πόσα γλυκά πρέπει να φας για να χορτάσεις;» εκείνος απαντούσε «100!».
Ώσπου μια μέρα ο θείος του ο Στέφανος αποφάσισε να θέσει σε δοκιμασία τη θεωρία του. Τον πήρε μαζί του στην Αθήνα όπου συχνά πυκνά έκανε δουλειές και μπήκαν στο πρώτο ζαχαροπλαστείο που βρήκαν.
«Παράγγειλε ό,τι θες».
Χαρές ο Αντώνης! Άνοιξε τον κατάλογο και διάλεξε μια πάστα αμυγδάλου την οποία καταβρόχθισε αμέσως μόλις του την έφερε ο σερβιτόρος. Μετά πήγαν σ’ ένα δεύτερο ζαχαροπλαστείο κι εκεί προτίμησε μια Σεράνο γιατί δεν την είχε ξανακούσει μέχρι τώρα. Ύστερα σ’ ένα τρίτο, μ’ ένα ταπεινό γαλακτομπούρεκο να πέφτει θύμα της όρεξής του.
Πριν φτάσουν στο τέταρτο όμως, ο Αντώνης ένιωσε κάτι παράξενο στην κοιλιά του. Έναν πόνο ανακατεμένο με την ανάγκη να τρέξει στην πιο κοντινή τουαλέτα και ν’ απαντήσει στο μάλλον βίαιο κάλεσμα της φύσης. Για την επόμενη μέρα και για πρώτη φορά στη ζωή του, δεν ήθελε όχι να φάει αλλά ούτε καν να δει άλλα γλυκά.
«Παν μέτρον άριστον» είπε ο θείος Στέφανος και του εξήγησε ότι τώρα πλέον θα μάθει όχι μονάχα να μην είναι λαίμαργος αλλά και να ευχαριστιέται περισσότερο την κάθε φορά που θα τρώει ένα γλυκό.