Ο κόσμος είναι περίεργος και δε χρειάζεστε εμένα για να σας το πω, αλλά θα σας το πω.
Έχω να κάνω μια παράδοση προς Ηλιούπολη μεριά, ένα μικρό πακετάκι για το μεσημέρι, τίποτε δύσκολο. Φτάνω έξω από την πόρτα, μονοκατοικία, χώρος να παρκάρω, κουδούνι με όνομα, όλα στην πένα. Χτυπώ και περιμένω. Ανοίγει τυπάκος με λαχανί ρόμπα κι εφημερίδα στο χέρι.
-Καλησπέρα (μετά τις 12.00 μ. λέμε πάντα καλησπέρα) το δεματάκι αυτό είναι για εσάς.
Το κοιτάζει γεμάτος έκπληξη χωρίς να το αγγίζει.
-Μα εγώ εχτές το βράδυ το παρήγγειλα.
-Είδατε τι γρήγοροι που είναι; Σε λίγο θα σας τα φέρνουμε πριν τα παραγγείλετε (χιούμορ).
-Μα δε μπορεί να ήλθε τόσο γρήγορα, κάποιο λάθος έχει γίνει και δεν είναι δικό μου.
Αρχίζω να διαβάζω την ετικέτα.
-Είστε ο κύριος τάδε;
-Ναι
-Εδώ είναι η οδός τάδε;
-Ναι
-Δύο στα δύο, το πακέτο είναι δικό σας. Σαράντα ευρώ και μια υπογραφούλα.
-Όχι σας λέω, δε μπορεί. Και τα στοιχεία μου στην ετικέτα, ύποπτο. Δε το θέλω.
Τον κοιτάζω λίγο καλύτερα, γιατί είμαι και φυσιογνωμιστής, ώστε να βγάλω συμπέρασμα για το ποιο ακριβώς είναι το ζόρι που τραβάει και να χρησιμοποιήσω την καταλληλότερη από τις μεθόδους που έχω αναπτύξει ακριβώς για τέτοιες περιπτώσεις. Είμαι τυχερός και τον πιάνω με την πρώτη.
-Οκ, μου μη αγχώνεστε. Θα το πάω πίσω, θ’ αναφέρω ότι δε το θέλετε αλλά να ξέρετε ότι χάνετε τη σειρά σας και αν το θελήσετε, ας πούμε το βράδυ, δε θα έλθει πλέον αύριο, πάμε για τριήμερο.
Εκεί αναστατώνεται, μια να κοιτάζει εμένα και μία το πάτωμα και αρχίζει να κάνει κάτι χορευτικά. Παίρνει το πακέτο στα χέρια του, το ζυγίζει, διαβάζει με το δάχτυλο τα στοιχεία του στην ετικέτα, μου το δίνει πίσω. Ανασαίνει βαθιά, μου λέει μισό λεπτό και μπαίνει μέσα στο σπίτι. Βγαίνει μετά από πέντε λεπτά με τα χρήματα στο χέρι, ελέγχει ακόμη μια φορά τα στοιχεία στην ετικέτα, πληρώνει, υπογράφει και παραλαμβάνει.