Ήταν σχεδόν απόγευμα όταν έφτασε. Το μικρό κορίτσι καθόταν σε έναν αυτοσχέδιο καναπέ φτιαγμένο από άδειες κούτες και έπαιζε με τις κούκλες του. Τις είχε μόλις παντρέψει και τώρα ακολουθούσε η μεγαλοπρεπής γαμήλια δεξίωση. Τον κοίταξε και χαμογέλασε πλατιά. Ήταν άσχημη σα τη μακαρίτισσα τη μάνα της, αλλά πάντοτε γλυκιά και καταδεκτική. Αυτός ήταν και ο λόγος που ολόκληρο το χωριό την αγαπούσε και συμπλήρωνε όσα ο φιλότιμος αλλά ανεπαρκής πατέρας της δεν μπορούσε να της προσφέρει.
Ήταν και αυτός παλιός του φίλος. Όσο φίλος μπορεί βέβαια να είναι ο πλούσιος με το φτωχό. Κυρίως τον συμπονούσε γιατί αν αυτός με τη γυναίκα του τον κέρβερο και τα πλούτη του δυσκολεύεται τόσο με τον Αριστείδη, φαντάσου τι θα τραβούσε αυτός. Από την άλλη, μπορεί τα κορίτσια να είναι πιο εύκολα.
Τον είδε να βγαίνει από την ξύλινη πόρτα και μέσα από τον αόρατο δεσμό που δένει τους πατεράδες όλου του κόσμου, ένιωσε το πρόσωπό του να φωτίζεται βλέποντας το κορίτσι του να παίζει ανέμελα.
‘’Γειά σου Μηνά’’.
‘’Καλώς το Νικήτα. Τι κάνει ο μικρός σου;’’
‘’Δόξα να’ χει. Να σε δω λίγο μόνο σου;’’
Έστρεψε προς τη μικρή. Έβγαλε ένα χαρτονόμισμα μεγαλύτερο από το βδομαδιάτικο του Μηνά και της το έδωσε.
‘’Σύρε στο μπακάλικο, πες στο Στάθη να σου δώσει ένα μπουκάλι από το καλύτερο κρασί του και με τα ρέστα πάρε καραμέλες’’.
‘’Θείε Νικήτα, αποκρίθηκε γελώντας, που να το πάρω όλο αυτό καραμέλες;’’
‘’Καλά, πάρε ότι θέλει η ψυχή σου. Τράβα τώρα’’.
Κοιτά τον πατέρα της, περιμένοντας εντολές. Της γνέφει με το κεφάλι και αυτή εξαφανίζεται σαν τον άνεμο. Παίρνει το Νικήτα από το μπράτσο και τον καθίζει σε μια από τις δύο καρέκλες της αυλής.
‘’Είσαι πάντα γενναιόδωρος αλλά δεν χρειάζεται. Γιατί μετά κακομαθαίνουμε’’.
‘’Δεν είναι ώρα για περηφάνιες Μηνά’’.
‘’Εμείς οι φτωχοί δεν έχουμε και πολλά δικά μας πέρα από την περηφάνια. Για πες μου, τι θες’’.
‘’Μπαίνεις με τη μια στο θέμα και με βοηθάς. Γιατί σου ομολογώ ότι αυτό που ήρθα να μιλήσουμε δεν είναι και το πιο εύκολο. Το κρασί και οι καραμέλες και πολλά ακόμη, δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτό που έκανε το κορίτσι σου για τον Αριστείδη μου’’.
Ο Μηνάς παγώνει στη θέση του. Με νευρικές κινήσεις βγάζει ένα πακέτο τσιγάρα από την τσέπη του, το ανοίγει, το κλείνει και το ξαναβάζει στη θέση του.
‘’ Δε σε καταλαβαίνω. Σαν τι μπορεί να έκανε η κόρη μου για το γιο σου;’’
Ο Νικήτας σέρνει την καρέκλα κοντά στη δική του. Ακουμπά το χέρι του στο γόνατο του Μηνά και τον κοιτάζει βαθιά στα μάτια.
‘’Δεν είμαι ούτε πιο έξυπνος, ούτε πιο δουλευτής από σένα και από τους άλλους του χωριού. Ξέρεις όμως γιατί είμαι ο πιο πλούσιος; Γιατί ξέρω να διαβάζω τους ανθρώπους. Και στο πρόσωπό σου διαβάζω ότι καταλαβαίνεις πολύ καλά για πιο πράγμα μιλάω’’.
Ο Μηνάς κάνει να σηκωθεί αλλά τον αρπάζει με δύναμη και τον καθίζει στη θέση του.
‘’Κάτσε εδώ που κάθεσαι. Μόλις μου επιβεβαίωσες αυτό που ακόμη καλά καλά δεν το πιστεύω. Πριν απ’ όλα να ξέρεις ότι η χάρη που χρωστάω στην κόρη σου θα πληρωθεί στο ακέραιο. Από τώρα και στο εξής πες πως είναι και δικό μου παιδί. Αλλά δεν ήρθα εδώ γι’ αυτό. Όχι μόνο γι’ αυτό. Ήρθα για να μιλήσουμε για το λαμπρό μέλλον που περιμένει τη θυγατέρα σου και σένα.’’.
Μιλάνε για αρκετή ώρα. Ο Νικήτας έχει βγάλει το σημειωματάριό του και γράφει όσα του λέει ο Μηνάς. Όταν τελειώνει, περνάει μια γρήγορη ανάγνωση τις σημειώσεις του.
‘’Πως γίνανε όλα αυτά και κανείς δεν πήρε είδηση;’’
‘’ Λένε ότι από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια. Όλα τα έχει πει. Πάνω στο παιχνίδι, πάνω στο μάθημα, σε γιορτές και σε πανηγύρια. Ποιος όμως θα πάρει σοβαρά τις ιστορίες ενός φτωχού παιδιού; Αν το καλοσκεφτείς, ούτε και συ.’’
‘’Τώρα που το λες, θυμάμαι μια φορά που παίζανε τα δυο τους στο σπίτι μας. Είχαν βρει ένα σπουργίτι τραυματισμένο και κάνανε τους νοσοκόμους. Ψάχνανε πανί να κάνουν επίδεσμο να του δέσουν το τραύμα. Τα είχα μαλώσει τότε να μη βασανίζουν το ζωντανό. Και η κόρη σου είπε στο γιο μου ότι δεν πειράζει, μπορεί να το κάνει καλά και χωρίς επίδεσμο. Για καιρό μετά, ένα σπουργίτι ερχόταν στο παράθυρό μου κάθε μέρα’’.
‘’ Όσα σου είπα είναι αλήθεια μέχρι την τελευταία λέξη. Και σου τα είπα κυρίως όχι γιατί έχω καταλάβει τι θες αλλά γιατί έπρεπε να τα βγάλω κάπως από μέσα μου’’.
΄’Καλέ μου φίλε, εκεί που εσύ βλέπεις μια κατάρα εγώ βλέπω μια ευλογία. Σώπα όμως γιατί γυρνά. Μην πεις ούτε σ’ αυτή ούτε σε κανέναν άλλον για την κουβέντα μας. Καλώς το κορίτσι μας’’.
‘’ Ο κυρ Στάθης σου στέλνει το καλύτερο μπουκάλι του. Πήρα και εγώ μια καραμέλα και μια τσίχλα ροζ. Τα ρέστα ήταν πολλά και τα έβαλα στη σακούλα μαζί με το κρασί’’.
‘’Κράτησε τα για τη γιορτή σου’’.
‘’Μα θείε Νικήτα τι λες; Αργώ ακόμα να γιορτάσω’’.
‘’Όχι όσο νομίζεις μικρή μου. Όχι όσο νομίζεις’’.