Η Ευρυδίκη κάθεται στη μεγάλη δερμάτινη πολυθρόνα του σαλονιού ενώ ο Μήτσος ο μουγκός, φέρνει το κορίτσι μπροστά της. Κάθε φορά αναρωτιέται πώς στο καλό καταφέρνει αυτός ο άνθρωπος να συνεννοείται με τους πάντες, μόνο με χειρονομίες και άναρθρες κραυγές. Γρήγορα όμως συγκεντρώνεται κοιτάζοντας τη μικρή από την κορυφή ως τα νύχια.
Για ένα ορφανό που ζει με τον πατέρα του είναι υπερβολικά περιποιημένη. Και πρώτη μαθήτρια απ’ όσα λέει ο Σόλωνας. Τη βλέπει να παίζει με τις άκρες των μαλλιών της, σιωπηλή και πειθήνια, περιμένοντας να της απευθύνει το λόγο. Της προσφέρει ένα ποτήρι βυσσινάδα και την παρακολουθεί να το πίνει με χάρη. Αν δεν ήταν τόσο άσχημη, έστω και πάμφτωχη, σε λίγα χρόνια θα ήταν πολύφερνη νύφη.
Όταν της δίνει το ποτήρι αγγίζει, τυχαία τάχα μου, το χεράκι της. Περιμένοντας να νιώσει κάποια σπίθα να πετιέται, κάποια λάμψη να φωτίσει τ’ ακροδάχτυλά της. Ένα μικρό έστω σημάδι ότι μπροστά της δεν κάθεται ένα απλό παιδί.
Μπροστά της κάθεται ένα απλό παιδί που απολαμβάνει τη βυσσινάδα του. Για μια στιγμή σκέφτεται μήπως ο Μηνάς έχει στήσει κάποια μηχανή και ο άντρας της έχει πέσει θύμα. Αν όμως έχει γίνει ο Μηνάς τόσο έξυπνος τόσο ξαφνικά, θα πει ότι ο Θεός έχει βαρεθεί τον κόσμο και αποφάσισε να τον τελειώσει. Την κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια μέχρι που αυτή αρχίζει να χαχανίζει. Ένα απλό παιδί και τίποτε άλλο.
«Ξεμωραίνεται ο άντρας μου, ξεμωραίνομαι κι εγώ» σκέφτεται. «Σ’ αρέσει η βυσσινάδα σου; τη φτιάχνω μόνη μου. Έλα μια μέρα να σου δείξω. Η γυναίκα δεν πρέπει να ξέρει να κάνει μόνο τα απαραίτητα. Πρέπει να ξέρει και τα ευχάριστα. Για ό,τι άλλο θες, να έρθεις σε μένα. Είναι πολλά αυτά που μια κοπέλα δεν μπορεί να μάθει από τον πατέρα της».
«Σε ευχαριστώ θειά. Ότι μάθω από σένα, το ξέρω ότι θα το μάθω καλά».
«Τι ευγένεια! Τι πνεύμα! Αυτή όταν μεγαλώσει, θα είναι αντάξια του κάθε αντρός. Ακόμη και του Αριστείδη μου. Πρέπει να την έχω από πιο κοντά. Άλλωστε, η ομορφιά περισσεύει».
Εκείνη τη στιγμή ο γιος της μπαίνει στο χώρο. Τα μικρά πρόσωπά τους φωτίζονται από χαρά, βλέποντας το ένα το άλλο. Κανένα όμως δεν κάνει την κίνηση να φύγει ή έστω να σηκωθεί. Περιμένουν τη μάνα να τ’ αφήσει ελεύθερα.
«Άιντε, σύρτε στο δωμάτιο του Αριστείδη να παίξετε, αλλά φρόνιμα. Κάθε φόρα που είστε τα δυο σας μαζί, μου ξεμυαλίζετε όλο το προσωπικό».
Όταν φεύγουνε, γελώντας από το αστείο μάλωμα, σηκώνει το άδειο ποτήρι από το τραπέζι, να το πάει για πλύσιμο. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο συνειδητοποιεί ότι το ποτήρι που κρατά, είναι πολύ βαρύ. Το παίζει λίγο στο χέρι της και κατόπιν τρέχει στην κουζίνα.
Παίρνει ένα άλλο, από το ίδιο σετ. Ζυγίζει τα δύο ποτήρια στις παλάμες της για λίγο. Πέραν πάσης αμφιβολίας, το ποτήρι του κοριτσιού, είναι εμφανώς βαρύτερο από το άλλο. Κατεβάζει τη μικρή ζυγαριά από το ράφι και τα ζυγίζει. Ίδιο αποτέλεσμα. Βγαίνει από την κουζίνα, μπαίνει στο γραφείο του συζύγου της και διαβάζει ένα-ένα τα χαρτιά που πριν λίγο της είχε δώσει ο ίδιος. Το τελευταίο που πιάνει, είναι και αυτό που ήλπιζε ότι θυμόταν λάθος. Με πρόχειρα γράμματα ο Νικήτας έχει σημειώσει τα λόγια του πατέρα της μικρής. «Κάποιες φορές, ότι ακουμπάει γίνεται πιο βαρύ».
Με αργά, σχεδόν φοβισμένα, βήματα, φτάνει έξω από το δωμάτιο που παίζουν. Λέγοντας από μέσα της όλα τα τροπάρια και τις προσευχές που ξέρει, στέκεται στη γραμμή της κάσας, χωρίς να μπορεί να προχωρήσει παραμέσα. Απορροφημένα στον κόσμο τους και κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της Γερμανίδας νταντάς, δεν έχουν συνειδητοποιήσει ακόμη την παρουσία της. Παρά την προσπάθεια που κάνει, το τρέμουλο από τα χέρια, έχει περάσει ήδη στη φωνή της.
«‘Αιντε, τελειώστε τώρα γιατί θέλω να μου κάνει ο Αριστείδης μια δουλειά. Δε χάθηκαν δα οι μέρες».
Η μικρή, αγκαλιάζει το φίλο της με την Ευρυδίκη να πνίγει μια μικρή αυθόρμητη κραυγή που ανεβαίνει στα χείλη της. Την ξεπροβοδίζει εξ αποστάσεως και κλειδώνει πίσω της. Πιάνει παράμερα τη νταντά και της δίνει γρήγορες και κοφτές εντολές. Ευτυχώς που τα ελληνικά της είναι αρκετά καλά, για να καταλάβει τι της λέει η ταραγμένη μάνα. Γνέφει με το τεράστιο σαγόνι της, επιστρέφει στο δωμάτιο, ανακοινώνει στον Αριστείδη την ψευτοδουλειά που έχει να κάνει και κλείνει την πόρτα.
Λίγο μετά, ο Μήτσος φεύγει από το σπίτι τρέχοντας.