Τρεις λέξεις γραμμένες με αίμα επάνω στον υγρό τοίχο. Αδύνατο να τις δεις μέσα στο πυκνό σκοτάδι που επικρατεί. Εκτός αν έχεις τα δικά του σχιστά, σχεδόν φιδίσια μάτια.
Δεν καταλαβαίνει τι λένε, κανείς δεν καταλαβαίνει. Παρ’ όλα ταύτα, επισκέπτεται τον τοίχο μια φορά την ημέρα, όπως και όλοι οι υπόλοιποι. Είναι το ιερό προσκύνημα της φυλής του, ο συνδετικός κρίκος μ’ ένα χαμένο παρελθόν. Ένα παρελθόν απ’ το οποίο έχουν μείνει κρανία και κόκαλα, διασκορπισμένα παντού στον υπόγειο κόσμο του.
Δίπλα στο μυστηριώδες μήνυμα, υπάρχουν χαραγμένες ίσιες γραμμές που καλύπτουν σχεδόν όλη την επιφάνεια του τοίχου. Μερικές φορές, όταν είναι μόνος του, τις χαϊδεύει με τα τριχωτά ακροδάχτυλά του. Του αρέσει έτσι όπως τις νιώθει. Άλλες βαθιές, βίαιες, που φτάνουν κάτω από την πρώτη στρώση του βράχου και άλλες απαλές, επιφανειακές, αόρατες.
Γυρίζει αργά στο λαγούμι του, χαιρετώντας όποιον συναντά ή πιο σωστά όποιον σκουντουφλά επάνω του. Θηλυκοί και αρσενικοί είναι όλοι μια κοψιά. Μικροκαμωμένοι, μαυριδεροί, με τρίχα που θυμίζει αρκουδοτόμαρο. Τους γρυλίζει με τους τεράστιους κυνόδοντες να ξεπροβάλλουν μέσα από το στραβοχυμένο του στόμα και περπατά γρηγορότερα. Δε θέλει πολλά μαζί τους.
Προτιμά να μένει μόνος. Σε αντίθεση με τους άλλους, η τρύπα του δεν είναι ένας λάκκος στο έδαφος. Έχει βρει ένα μεγάλο φυσικό κοίλωμα, σα μια μικρή σπηλιά. Εκεί μπορεί όχι απλά να ξαπλώνει αλλά να κάθεται, ακόμη και να περπατά νευρικά πέρα δώθε. Κάτι που κάνει συχνά.
Γιατί όταν δεν κυνηγά νυχτερίδες και δεν ξεθάβει σκουλήκια, σκέφτεται. Τι λέει η επιγραφή. Πώς πέθαναν όσοι ζήσαν πριν απ’ αυτόν. Γιατί είναι ο μόνος που τον ενοχλεί ό,τι δεν ξέρει. Τότε νευριάζει και περπατά πέρα δώθε.
Καμιά φορά προσπαθεί να επικοινωνήσει με τους άλλους, να μοιραστεί μαζί τους αυτά που τον τρώνε μέσα του. Μάταιος κόπος, το μόνο που τους νοιάζει είναι πως θα γεμίσουν την κοιλιά τους και πως θ’ αδειάσουν τα έντερά τους. Συνήθως ταυτόχρονα, κάτι που οδηγεί σε ομηρικούς καυγάδες.
Άλλες φορές θυμάται τη σπουδαιότερη περιπέτεια της ζωής του. Όταν με το μοναδικό του φίλο, σκαρφαλώνοντας το τεράστιο δέντρο, ακριβώς δίπλα στον ιερό τοίχο, βγήκαν έξω. Μετά από λίγο, αυτός πέθανε. Ο χρόνος δεν έχει αξία, ούτε καν σημασία στον ανήλιαγο κόσμο του, αλλά από τότε, σα να κυλά πιο αργά από πριν. Σχεδόν μετανιώνει που τον έφαγε αλλά ποιος μπορεί ν’ αφήσει τόσο καλό κρέας να πάει χαμένο.
Θέλει να ξαναπάει εκεί έξω αλλά φοβάται. Το φως, το θόρυβο, τις μυρωδιές. Και πάνω απ’ όλα φοβάται εκείνα τα παράξενα πλάσματα. Που αν πάρουν είδηση θα τον κυνηγήσουν, θα τον χτυπήσουν και θα τον φτύσουν.
Θα τον τρυπήσουν με τα παράξενα αιχμηρά αντικείμενα, ίδια μ’ αυτά που διάσπαρτα ανάμεσα σε κρανία και κόκαλα, τρυπάν σα μαλακή λάσπη το σκληρό δέρμα του απρόσεκτου ποδιού. Και τέλος, αφού γελάσουν με τον πόνο του, θα τον ραντίσουν με το νερό.
Ξάφνου, μέσα στο μυαλό του ξεπηδά μία σκέψη. Κι αν ο χαμός των προγόνων του , οφείλεται στην ατυχία τους να συναντήσουν τα ίδια πλάσματα; Αν τους εξολόθρευσε η σκληρότητά τους, η κακία τους και το ίδιο καταραμένο νερό που είναι σίγουρος ότι σκότωσε το φίλο του;
Με το κεφάλι του έτοιμο να σπάσει από την αποκάλυψη, καταλαβαίνει επιτέλους τι λένε οι τρεις λέξεις, καταλαβαίνει επιτέλους τα πάντα. Τρέχει σαν τρελός πίσω στον τοίχο και ουρλιάζει την προσταγή.
«Κόψε το δέντρο».
Χαράζει με το νύχι τη δική του γραμμή δίπλα στις υπόλοιπες, σηκώνει ένα εργαλείο από το χώμα και αρχίζει αργά να πριονίζει τον κορμό.