Το «όποιος βιάζεται σκοντάφτει» είναι ένα από τα πρώτα αποφθέγματα που μαθαίναμε στην αθάνατη Ελληνική επαρχία. Κυρίως με το μεταφορικό του χαρακτήρα αλλά ενίοτε και με τον κυριολεκτικό. Το δεύτερο λόγω των σπασμένων πεζοδρομίων που ψευτοεπισκεύαζαν πριν από κάθε εκλογική αναμέτρηση.
Μεταφορικά, ούτε ξέρω πόσες φορές το έχω δει να συμβαίνει. Τελευταία πριν καμιά ώρα. Είμαι σε σούπερ μάρκετ από κείνα με τις μπάρες που ανοίγουν μόνον αν επιδείξεις την απόδειξη αγοράς. Αλλιώς, αν έχεις αποφασίσει να το χρησιμοποιήσεις ως πάρκινγκ και είσαι πολύ τσίπης για να πάρεις έστω ένα μπουκάλι νερό, περιμένεις μέχρι κάποιος καλός πεζός να σου δώσει τη δική του.
Είμαι λοιπόν στην ουρά και μπροστά μου δύο αυτοκίνητα. Στο πρώτο, στη μπάρα, ένας παππούς και στο δεύτερο ένας μεσήλικας με μαλλί τίγκα στο ζελέ. Ο παππούς έχει κρεμαστεί από το παράθυρο και προσπαθεί ανεπιτυχώς να ενεργοποιήσει τη μπάρα, διότι δε «δείχνει» το barcode της απόδειξης στο κατάλληλο σημείο του μηχανήματος.
Ο από πίσω που βιάζεται, έχει βγάλει αφρούς. Κορνάρει, φωνάζει, βρίζει, γενικά τιμά την ανατροφή που έχει από την οικογένειά του. Ο κακομοίρης ο παππούς έχει αγχωθεί τόσο, που έχει παρατήσει την απόδειξη και πατά την οθόνη. Ένας πεζός πλησιάζει και χρησιμοποιώντας τη δική του, σηκώνει τη μπάρα ώστε να πάει ο ηλικιωμένος σπίτι και να πάρει μερικά ηρεμιστικά.
Ο ξεπλένης από πίσω, συνεχίζοντας να βρίζει, φτάνει στο μηχάνημα και βγάζει την απόδειξη. Και quelle surpise, δε γίνεται τίποτε. Στην αρχή ο γαμπρίκας είναι ψύχραιμος. Δίνει-παίρνει αλλά δε μπορεί να κάτσει κάτω από τη μπάρα.
Εμείς οι κάφροι που ακολουθούμε, άλλο που δε θέλουμε. Αρχίζουμε τα σχόλια, τις ειρωνείες, τους χαρακτηρισμούς και τις χειρονομίες. Με κορυφαίο όλων το: «αν κάνεις πάντα τόση ώρα να βρεις κέντρο, δε σε κόβω για πολύτεκνο».
Κι επειδή καλά τα γέλια έχουμε όμως και δουλειές, γνέφω σ’ έναν σεκιουριτά να πάει να βάλει ένα χέρι. Ο οποίος, αφού ελευθερώνει το γελοίο από τη χλεύη του πλήθους, χρησιμοποιεί ένα πιο θυμόσοφο ρητό, στην αρχαιοελληνική του βερσιόν.
«Μηδένα προ του τέλους μακάριζε».