Είμαι πάνω στο μεταλλικό μου πόνυ και διασχίζω την έρημη Αθήνα. Έρημη σε σχέση με τη συνήθη κατάσταση βεβαίως, μη φανταστείτε τίποτις tumblweeds να κυλάνε στην Πανεπιστημίου. Εκεί λοιπόν που κυλάω εγώ με το δίτροχο, βλέπω μια ευειδή νεαρά να περιμένει να διασχίσει το δρόμο. Ως τζέντλεμαν (αναντάμ παπαντάμ), σταματώ και της δίνω προτεραιότητα.
Στο πεζοδρόμιο, δίπλα στη νεαρά, στέκεται μια μικρή παρέα μεσήλικων ανδρών που κουτσομπολεύουν. Ένας, βλέποντας την κίνησή μου, και αποδοκιμάζοντάς την, αρχίζει μία πρόταση με σκοπό να με «στολίσει». Συγκεκριμένα «κοίτα το μαλ@κ@». Όμως ενώ έχει πει το «κοίτα τον μα», εγώ στρίβοντας, δίνω προτεραιότητα και σε έναν παππού με μπαστούνι. Εκεί, όποια διαφωνία και να είχε, φαντάζομαι του στυλ «να, είδε τη γκόμενα και κάνει τον κονιόρδο», εξαφανίστηκε αξιωματικά.
Κάτι όμως πρέπει να πεί για να το σώσει, Τον ακούω λοιπόν να συμπληρώνει μετά το «κοίτα τον μα» τη φράση ως εξής: «λαμα, μάλαμα παιδί είσαι!».