Ο γέρος πολεμιστής κοιτά γύρω του την Πόλη που καταρρέει. Βγάζει την περικεφαλαία και με μια κουρασμένη κίνηση την πετά κάτω από την πολεμίστρα. Στην κυκλική σκάλα, ήδη ανεβαίνουν πενήντα και βάλε στρατιώτες του Μουχαμέτη. Σκουπίζει τα δάκρυα που κυλούν στα μάτια του, ακουμπά τη μεγάλη του ασπίδα στο μισοκατεστραμμένο τείχος και με το ξίφος στο χέρι, στέκεται και τους περιμένει. Αυτοί, όταν τον βλέπουν έτσι ορθό μπροστά τους, όχι πια άνθρωπος αλλά στοιχειό, χάνουν την αρχική τους ορμή. Οι πίσω σπρώχνουν τους μπροστά και αυτοί τους πίσω με τη σειρά τους αλλά κανείς δε δείχνει πρόθυμος να τον πλησιάσει. Ο ήρωας, αφήνει έναν ειρωνικό μορφασμό να χαρακώσει το πρόσωπό του και προχωρά προς το μέρος τους.
Κατασκευή Ιστοσελίδων Web Future