Οι πολεμιστές σηκώνονται αργά, ζώνονται τ’ άρματά τους και πάνε να πάρουν σειρά. Ο Λουκάς Νοταράς κατακόκκινος από θυμό για τους πληβείους που τον αγνοούνε, τρέχει ξωπίσω τους ουρλιάζοντας.
-Ηλίθιοι, βλακέντιοι, ζώα, δεν καταλαβαίνετε ότι αν αντισταθείτε θα πεθάνετε όλοι;’
Ο κατεπάνος γυρίζει κουρασμένα προς το μέρος του. οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του, οι βαθιές ρυτίδες στα μάγουλά του, τα κενά στα δόντια του, ταιριάζουν σε γέρο, καραβοτσακισμένο, εκατοχρονίτη. Η φωνή του όμως αντηχεί βροντερή, σα στοιχειού μέσα σε λαγκάδι.
-Ναι. Όμως θα πεθάνουμε στα πόδια μας όχι στα γόνατά μας.