Η Μάχη των Θερμοπυλών, το διασημότερο last stand της ιστορίας, έλαβε χώρα τέτοιες μέρες του Αυγούστου 7 με 10, το 480 π.Χ.
Ακόμη και αν δε γνωρίζει κάποιος τι ακριβώς συνέβη εκείνες τις τρεις μέρες, σίγουρα έχει ακούσει τουλάχιστον για τους Σπαρτιάτες και το Βασιλιά τους το Λεωνίδα, καθώς και την περίφημη απάντησή του όταν οι Πέρσες του ζήτησαν να παραδώσει τα όπλα. Το Μολών Λαβέ.
Αυτό, μας το δίνει ο αρχαίος Έλληνας Ιστορικός Πλούταρχος, ο οποίος μας έχει δώσει και τις περισσότερες λεπτομέρειες για τη μάχη, σε αντίθεση με τον Ηρόδοτο που αν και Πατέρας της Ιστορίας, εδώ είναι λιγότερο περιγραφικός απ΄όσο θα χρειαζόταν.
Ο Πλούταρχος έχει διασώσει και μιαν ακόμα τρομερή απάντηση του Λεωνίδα προς τον Πέρση Αυτοκράτορα, όταν ο τελευταίος του ζήτησε να συμμαχήσει μαζί του και σε αντάλλαγμα να τον κάνει ηγεμόνα όλων των Ελλήνων.
«Για μένα είναι καλλίτερος ο θάνατος υπέρ της Ελλάδος, παρά να βασιλεύσω στους ομοφύλους μου».
(ἐμοὶ δὲ κρείσσων ὁ ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος θάνατος τοῦ μοναρχεῖν τῶν ὁμοφύλων).
-Πλουτάρχου Λακωνικά Αποφθέγματα 225C
Αυτό έχει τεράστια ιστορική αξία για δύο λόγους. Πρώτον διότι δείχνει πως οι Σπαρτιάτες δεν ήταν φανατικοί τοπικιστές (η Σπαρτη να είναι καλά και ας καεί ο κόσμος) όπως μας τους παρουσιάζουν. Και δεύτερον πως η ιδέα της Ελλάδας ως ολότητα/σύνολο/έθνος έχει πλέον παγιωθεί στη συνείδηση των ιθαγενών.
Στο στρατό των Περσών πολεμούσαν και πολλοί Έλληνες ως μισθοφόροι, κάτι διόλου ασυνήθιστο για την εποχή. Και ο Μιλτιάδης άλλωστε, ο Αθηναίος Στρατηγός που κατενίκησε τους Πέρσες στο μαραθώνα, «έσπασε» συμβόλαιο που είχε μαζί τους για να υπερασπίσει τη μεγάλη του αγάπη.
Ένας από αυτούς, ο Δημάρατος που δρούσε και ως συμβουλάτορας του Ξέρξη, του είπε λίγο-πολύ ότι οι Σπαρτιάτες κι όλη την Ελλάδα να σκλαβώσει (να την πάλι η συνείδηση του όλου), όσοι και να είναι, θα τον πολεμήσουν. Ο Πέρσης Βασιλιάς αρνήθηκε να πιστέψει πως λίγοι άντρες θα τα βάλουν με τον πολυάριθμο στρατό του και ρωτά:
-Μα πως θα μου αντισταθούν οι ελάχιστοι αυτοί;
Για να λάβει την απάντηση του Δημάρατου:
-Αν δεν συμβεί ακριβώς αυτό που σου είπα, τότε Βασιλιά, να με μεταχειρισθείς ως κοινό ψεύτη.
Και συνέβη. Στην αρχή 7000-8000 Έλληνες μαζί με το στόλο υπό την αρχηγία του Θεμιστοκλή (άλλος ήρωας που δεν έχει την αναγνώριση που του αξίζει) κρατούσαν γερά απέναντι στο Πέρσικο λεφούσι. Εκεί όμως όπως και στην Πόλη, μίλησε το εθνικό σπόρ των Ελλήνων, η προδοσία.
Ένας ντόπιος ονόματι Εφιάλτης, έδειξε στον εχθρό ένα μυστικό πέρασμα για να κυκλώσουν τους Έλληνες έναντι αδράς αμοιβής. Ο στρατός του Ξέρξη το ακολούθησε και ο Εφιάλτης από τότε, έγινε αθάνατος. Απλά όχι όπως θα το ήθελε, όντας συνώνυμος του κακού ύπνου πια.
Εκεί στο πέρασμα βρήκαν 1000 Φωκείς να το φυλάνε και νόμιζαν, πανικόβλητοι, ότι είναι Σπαρτιάτες. Ο Εφιάλτης και πάλι, τους αποκάλυψε την ταυτότητά τους και μπόρεσαν έτσι να τους απωθήσουν και να περάσουν.
Όταν οι αμυνόμενοι έμαθαν τα νέα, τους τα είπαν Έλληνες μισθοφόροι των Περσών που το έσκασαν από τις γραμμές τους το βράδυ, ο Λεωνίδας αποφάσισε να διώξει το στρατό και να μείνει πίσω αυτός και οι 300 Σπαρτιάτες του. Υπήρχε χρησμός που έλεγε ότι για να σωθεί η Σπάρτη πρέπει ο Βασιλιάς της να πεθάνει. Και σκόπευε να τον εκπληρώσει.
Μαζί του αποφάσισε να μείνει και ο Στρατηγός Δημόφιλος μαζί με τους 700 Θεσπιείς του. Αλλά και ο Μάντης Μεγιστίας, ο μόνος που θα μπορούσε να φύγει χωρίς να του προσάψει κανείς τίποτα. Γιατί Μάντεις σαν το Μεγιστία ήταν περιζήτητοι και το μέλημα κάθε στρατού ήταν να τους προστατέψει πάσει θυσία.
Όμως ο Μεγιστίας είναι Ακαρνάνας, καταγόμενος απο το σπουδαίο μαντικό γένος το οποίο έχει τις ρίζες του στον περίφημο ήρωα και μάντη της Μυκηναϊκής εποχής, τον Μελάμποδα και δε σκοπεύει να ντοπιάσει την κληρονομιά του.
Κι έτσι, την τελευταία μέρα, χίλιοι και τρεις Άντρες, αντιμετωπίζουν χιλιάδες χιλιάδων όχι γιατί μισούν όσους έχουν μπροστά τους μα γιατί αγαπούν όσους έχουν πίσω τους. Το βράδυ, βρίσκει τους Πέρσες να έχουν χάσει, νικώντας.
Δύο χιλιάδες πεντακόσια τέσσερα χρόνια εχουν περάσει ήδη κι όμως μνημονεύουμε ακόμη το κουράγιο εκείνο που κοιτά στα μάτια το θάνατο και αντί να τρομάξει, του χαμογελά.