Τα κάλαντα είναι θεσμός. Είτε στην παραδοσιακή τους μορφή, είτε στη χιουμοριστική, είτε στην πετσοκομμένη που φοριέται τα τελευταία δέκα και βάλε χρόνια, με την τρίτη βερσιόν να με θλίβει τα μάλα.
Αλλά, κάθε παραμονή πρωτοχρονιάς, κάπου ανάμεσα στην κακοποίηση των στίχων και το ανελέητο μπες-βγες των περιστασιακών καλλιτεχνών στα μαγαζιά, ξεφυτρώνουν μικρά μικρά διαμάντια. Όχι τόσο σε μουσικό επίπεδο όσο σε βιωματικό.
Ξημέρωμα 31ης Δεκεμβρίου κι εγώ μέσα σ’ ένα βαγόνι της γραμμής 1 του μετρό, κατευθύνομαι προς την εργασία. Εκεί που είμαστε όλοι με τα μούτρα στο πάτωμα διότι μεταξύ μας και μέχρι να γίνουμε κανονική ευρωπαϊκή χώρα, κανείς δε θέλει να εργάζεται τέτοια μέρα, μπαίνουν κάτι πιτσιρικάδες και αρχίζουν τα «Αρχιμηνιά κ’ αρχιχρονιά».
Από τη μια γιορτές έχουμε και η μέρα θα περάσει, από την άλλη και οι καλαντιστές είναι καλλίφωνοι, φτιάχνει λίγο η διάθεση. Το μυρίζονται οι μικροί και τα δίνουν όλα με την προοπτική ενός ελαφρώς καλύτερου μποναμά για την προσπάθειά τους.
Μέχρι που ο συρμός σταματά στον επόμενο σταθμό και μπουκάρει ένας παππούς με φαρδύ, τριμμένο παλτό, ναυτική τραγιάσκα και ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ τρίγωνο ανά χείρας. Κοιτάζει με μίσος τους πιτσιρικάδες και βγάζει από την τσέπη του ένα κομμάτι σιδερόβεργα.
Στέκεται απέναντί τους με την τραγιάσκα χωμένη στη μύτη και σαν πιστολέρο από σπαγγέτι γουέστερν, ανοίγει τα πόδια σε ελαφρά διάταση. Εκτείνει το τρίγωνο και αρχίζει να το κοπανά ανελέητα με τη σιδερόβεργα, βγάζοντας άναρθρες κραυγές σ’ ένα ρυθμό που με μπόλικη φαντασία, θυμίζει κάλαντα.
Με βήματα δυσανάλογα γρήγορα προς την ηλικία του, επιτίθεται στους αντιπάλους του, οι οποίοι στην αρχή τον αντιμετωπίζουν με γέλια. Τα οποία γρήγορα σταματούν όταν αρχίζει να τους καταδιώκει κατά μήκος του βαγονιού κραδαίνοντας πλέον τη σιδερόβεργα σαν άλλος Ηρακλής το ρόπαλό του.
Τρομαγμένοι από το θέαμα, βγαίνουν τρέχοντας στην αποβάθρα του σταθμού αφήνοντας νικητή και τροπαιούχο τον παππού. Ο οποίος δρέπει τις δάφνες της επιτυχίας του μαζί με τα κέρματα που πέφτουν βροχή μέσα στη ναυτική τραγιάσκα.