Τα ψηλά βουνά είναι ένα παιδικό μυθιστόρημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου που κάποτε μάλιστα χρησιμοποιήθηκε ως αναγνωστικό.
Περιγράφει τις περιπέτειες μιας ομάδας αγοριών που κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού αφήνουν την πόλη τους και πάνε να περάσουν τις διακοπές τους παρέα με μια ομάδα υλοτόμων (μεταξύ των οποίων και ο πατέρας ενός από τους ήρωες) πάνω σ’ ένα βουνό, μακριά από τον πολιτισμό της εποχής.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου μεταφερόμαστε κι εμείς νοερά στη φύση. Τα δέντρα, τα ποτάμια και τον καθαρό αέρα. Πίνουμε φρέσκο γάλα, μιλάμε με τους τσομπάνηδες και τους Βλάχους, ακούμε τα πουλιά να κελαηδούν και μαγευόμαστε από τις ιστορίες για στοιχειά και καταραμένα πεύκα.
Τα παιδιά μαθαίνουν την αξία της συνεργασίας, της αλληλεγγύης και της αυτοβελτίωσης μέσα από μια σειρά γεγονότων που οξύνουν τις γνώσεις τους και τα μαθαίνουν να χρησιμοποιούν τις δυνατότητές τους. Δε θα ήταν υπερβολή να χαρακτηρίσουμε «Τα ψηλά βουνά» ως ένα θετικό «Lord of the flies» για το οποίο δε θέλω να δώσω spoilers αλλά αν επιμένετε ρίξτε μια ματιά εδώ.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα, αρκετό ελπίζω να σας πείσει ότι αξίζει τον κόπο να το χαρίσετε ή ακόμη καλύτερα να το διαβάσετε, στα παιδιά σας:
Από κάποιο μακρινό βουνό ξεκίνησε ο λύκος. Όταν πείνασε πολύ συλλογίστηκε:
«Σ’ ένα λύκο σαν και μένα, δεν πάει να κυνηγά την αλεπού. Πόσο θα ζήσω ακόμα; Ένα χρόνο, δύο; Πρέπει να καθίσω τραπέζι σε μεγάλα τσελιγκάτα».
Να πούμε την αλήθεια, ο λύκος μας είναι λίγο ηλικιωμένος φέτος έκλεισε τα δεκατρία, γέρασε. Άλλαξε το μαλλί του, μα τη γνώμη του και την κεφαλή του δεν την άλλαξε. Πάντα στα καλά κοπάδια είναι ο νους του. Χτες το βράδυ είδε στον ύπνο του πώς έπεσε μέσα σε τρεις χιλιάδες άσπρα πρόβατα. Από τότε δεν μπόρεσε να κοιμηθή. Ξεκίνησε και πάει να τα βρη.
Πέρασε βουνά και βουνά. Δάση από έλατα κι από πεύκα, από καστανιές κι από οξυές. Περπάτησε τα φαράγγια και τις ράχες. Τρακ, τρακ, τρακ! το πάτημά του χτυπούσε δυνατά, σα να ήταν πεταλωμένος. Τ’ αγρίμια, που το γνωρίζουν αυτό το περπάτημα, έτρεξαν στην τρύπα τους. Πρώτη η αλεπού, καθώς ήταν ξαπλωμένη σε μια πέτρα, έτρεξε και χώθηκε στον τρίτο διάδρομο της φωλιάς της.
«Για να φεύγη η αλεπού, είπε ο ασβός, κάποια μεγάλη δουλειά τρέχει» και μπήκε σε μια ξένη τρύπα που τη βρήκε άδεια. «Για να φεύγει ο ασβός, είπε το κουνάβι, δεν είμαστε καλά. Κάποιος καλός κυνηγός θα βγήκε εδώ κάτω. Ας καθίσω, να μην πάει το τομάρι μου στην αγορά». Μπήκε μέσα στον κορμό ενός δέντρου εκατό χρονών. Εκεί ήταν το πατρικό του. Εκεί μέσα η μάνα των τους είχε δώσει το καλό γουναρικό που φορούν αυτό και τ’ αδέρφια του. «Δρόμο, δρόμο!» είπε ο σκαντζόχοιρος και χάθηκε. Από τον πολύ το φόβο του δεν πρόφτασε ούτε να τιναχτή, μέσα στ’ αγκάθια του έσερνε πολλά ξερά φρύγανα.
Μόνο η νυφίτσα δεν τρύπωσε ακόμη. Έτρεχε στα κλαριά μιας θεόρατης καστανιάς σα να ρωτούσε: «τί είναι; τί τρέχει;» Δεν μπορεί η νυφίτσα να ζήση, αν δε μάθη όλα τα νέα. Κοίταξε παντού με τις γυαλιστερές χαντρίτσες των ματιών της, μα κανείς δε βγήκε να της πη τίποτα. Κι η πιο φλύαρη νυφίτσα είχε κρυφτεί. «Για να κρυφτούν όλες οι γειτόνισσες, συλλογίστηκε, θα πη πώς κάτι σοβαρό τρέχει. Ας πάμε, μην έρθουν τίποτα σκάγια». Απάνω σ’ ένα ψηλό κλώνο κάθισε ακίνητη, και μαζεύτηκε έτσι που να φαίνεται ένα με το κλαδί.
Ο λύκος όλα αυτά τα καταλάβαινε. Ο αέρας του έφερνε τη μυρουδιά των αγριμιών που έφευγαν. Είδε και τα χνάρια μερικών, και κούνησε το κεφάλι του. «Έννοια σας, είπε, και δε βγήκα για σας. Πάω για καλό τραπέζι. Για ένα λύκο που βλέπει στον ύπνο του τρεις χιλιάδες πρόβατα, δεν αξίζετε τίποτα». Και προχώρησε.
Η πείνα του μεγάλωσε. Η δίψα του για αίμα ακόμη περισσότερο. Ακόνιζε τα δόντια του, έκοβαν σαν το καλύτερο μαχαίρι, ήταν έτοιμος. Μέσα στ’ άσπρα πρόβατα άρχισε να ονειρεύεται τώρα κι ένα μαύρο στη μέση. Ένα με χαϊμαλί. Μπορεί να είναι το λάγιο αρνί. Έτσι, σε κάποιο πρόβατο χαϊδεμένο από τον τσέλιγκα ήθελε να πέση. Αφού περπάτησε πενήντα χιλιόμετρα, έφτασε στα Τρίκορφα. Σταμάτησε ευχαριστημένος. Άκουσε τα κουδούνια από τα κοπάδια του Γεροθανάση: «Μπράβο Θύμιο» είπε, γιατί τα γνώρισε τίνος είναι.
Στην καλύτερη όμως στιγμή, τη στιγμή που ετοιμάστηκε να χιμήξη, έξαφνα είδε δυο ξαδέρφους του μπροστά, το Μούργο και τον Πιστό. Οι δυο αυτοί μαντρόσκυλοι του Γεροθανάση πήδησαν απάνω του, μια τουφεκιά ακούστηκε, δεύτερη, τρίτη. Φώναξαν οι τσοπάνηδες, το κοπάδι αναταράχτηκε, σκύλοι γάβγιζαν μακριά, η ταραχή απλώθηκε από ράχη σε ράχη. «Ξαδέρφια, έρχομαι από ξένον τόπο, είμαι πεινασμένος και δε θα φύγω!»
Αυτά θα έλεγε ο λύκος στους ξαδέρφους του τους σκύλους, αν ήξερε πως έπαιρναν από λόγια. Μα επειδή ξέρει πως δεν παίρνουν, ετοιμάστηκε. Όποιος μείνη ζωντανός. Τότε άρχισε τον πόλεμο και με τους δυο. Απάνω στο σβέρκο του ένιωσε σα μαχαίρια τα δόντια των σκύλων. Μα κι αυτός, ξεφεύγοντας, χύθηκε να τους αρπάξη από το ίδιο μέρος. Κυλισμένοι κάτω, φαίνονται σκύλοι κι οι τρεις και πάλι φαίνονται λύκοι και οι τρεις. Ο λύκος είχε να κάμη με δυο. Έπρεπε να σκοτώση έναν από τους δυο, να μείνη μ’ ένα, ύστερα να νικήση κι αυτόν, και να ορμήση στα πρόβατα. Γιατί δεν έπαυε να τα συλλογίζεται μέσα στις δαγκωματιές.
Κι αλήθεια ο ένας σκύλος, ο Πιστός, δε θα μπορούσε να κρατήση πολύ στη μάχη. Έφαγε μια φοβερή δαγκωματιά στην κοιλιά. Το αίμα έτρεχε, ο Πιστός δάγκανε ακόμη, ἡ δύναμή του όμως όσο πήγαινε και λιγόστευε. Μα να, ένας άλλος φοβερός μαντρόσκυλος, ο Κίτσος, έφτασε από κάτω, για να βοηθήση τους άλλους. Αυτός του ρίχτηκε με περισσότερη λύσσα. Τώρα ήταν ένας με τρεις.
Πολέμησε και με τους τρεις, δεν ξέχασε πως είναι λύκος. Μα ήταν πολυ δυνατοί. Είναι πιστοί, μήνες, ολόκληρο χρόνο τον περιμένουν, τόσες νύχτες γάβγισαν γι’ αυτόν. Ο λύκος δεν μπόρεσε να σταθή σε τρεις εχθρούς ενωμένους. Είχε μια πληγή μεγάλη στο σβέρκο, είχε σκισμένο το δεξί πλευρό, κι άλλες πληγές μικρότερες στο κεφάλι, στα πόδια και στην ουρά. Και όμως κατώρθωσε να τους ξεφύγη. Σε μια στιγμή μάζεψε όλη του τη δύναμη και τινάχτηκε μακριά.
Ώρμησαν οι σκύλοι από κοντά, τον άρπαξε ο ένας, μα πάλι ο λύκος έμεινε μοναχός του, και χάθηκε. Από τη στιγμή εκείνη οι σκύλοι τον κυνηγούν. Ο Πιστός έπεσε στο δρόμο, οι άλλοι δυο τρέχουν κοντά στο λύκο. Τον ίδιο δεν τον βλέπουν, ακούν όμως το περπάτημά του ή νιώθουν τη μυρουδιά του. Τον πηγαίνουν από ράχη σε ράχη. Όλη εκείνη τη νύχτα τον κυνηγούσαν οι σκύλοι, οι τουφεκιές, οι φωνές των τσοπάνηδων.
Και τόση ήταν η ταραχή, που τα παιδιά έχασαν τον ύπνο τους. Είχαν καταλάβει πως εκεί κοντά ήρθε το πιο μεγάλο αγρίμι που είναι στο δάσος. Τέσσερα πέντε παιδιά βγήκαν κι άναψαν απέξω από τις καλύβες μια μεγάλη φωτιά, με προσοχή να μην πεταχτή καμιά σπίθα στα δέντρα. Έχουν ακούσει πως ο λύκος φοβάται τη φωτιά. Έπειτα όμως τους έφυγε κάθε φόβος με το αδιάκοπο γάβγισμα που άκουαν. Αυτό έδειχνε πως υπάρχουν σκύλοι πιστοί και δυνατοί, που κυνηγούν τον εχθρό.
Τα χαράματα μπόρεσε ο λύκος να σταθή μέσα στα έλατα. Ήταν κουρασμένος κι αγκομαχούσε. Ήταν πληγωμένος και νηστικός. Άλλα ωνειρεύτηκε κι άλλα βρήκε. Ωστόσο, επειδή δεν πρέπει σε λύκο να παραπονιέται, έγλειψε τις πληγές του και τράβηξε να βρη καλύτερη τύχη.