Η Πόλη των Πόλεων, λουσμένη στο φως της αυγής, ακόμη αντιστεκόταν. Εκείνη τη μέρα, μια πράξη τόλμης, σχεδόν μυθικής, χάρισε στους υπερασπιστές της μια σύντομη ανάσα ελπίδας.
Ρωμαίοι στρατιώτες, ντυμένοι με τα ρούχα του εχθρού, εισχώρησαν σαν φαντάσματα ανάμεσα στους Οθωμανούς και πυρπόλησαν τον κινητό πύργο πολιορκίας, το δράκο που απειλούσε να καταπιεί τα τείχη της Πόλης.
Ο Μωάμεθ ο Β’ φλογισμένος από οργή και ντροπή, διέταξε την εκτέλεση όσων θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για τη βαριά ήττα, ποτέ άλλωστε δεν τον ένοιαξε η ζωή των υπηκόων του, μονάχα η επιτυχία.
Μα δεν ήταν μόνο ο πύργος που καταστράφηκε, ήταν και η τάφρος που βρέθηκε άδεια από τα υλικά με τα οποία την είχαν πλημμυρίσει, κλαδιά και χαλίκι, με σκοπό να κάνουν την ανάβαση του πεζικού προς τις πολεμίστρες λίγο ευκολότερη.
Και όλη τη νύχτα, γυναίκες, παιδιά, γέροντες και ιερείς, κάτω από τη σιωπηλή καθοδήγηση του Μέγα Δούκα Λουκά Νοταρά και την παρουσία του ίδιου του Αυτοκράτορα, κουβάλησαν πέτρες και χώματα, επισκευάζοντας ως και την τελευταία ρωγμή πάνω στο μεγάλο τείχος.
Αλλά ο Σουλτάνος δεν λύγισε. Η θέλησή του ήταν σκληρή σαν ατσάλι και η πίστωση από Χριστιανούς κι Εβραίους εμπόρους, απεριόριστη. Νέοι κινητοί πύργοι άρχισαν να υψώνονται, ίδιοι με τον πρώτο – ντυμένοι με δέρματα καμήλας για να μην τους αγγίζει η φωτιά, με πύλες στο κάτω μέρος για να εξαπολύουν βράχους και βέλη και ξύλα να γεμίζουν την τάφρο. Στους πυργίσκους, οι τυφεκιοφόροι και οι τοξότες του, αθέατοι πίσω από επάλξεις, στόχευαν σαν αρπακτικά τους Ρωμαίους υπερασπιστές.
Οι Μωαμεθανοί εξαπέλυσαν τους πύργους τους σε πολλά σημεία του τείχους, σα μαύρη καταιγίδα. Την ίδια ώρα, Σέρβοι λαγουμιτζήδες, αιχμάλωτοι από τη μάχη του Κοσσυφοπεδίου, έσκαβαν υπόγειες στοές, απ’ όπου θα ξεχύνονταν οι στρατιώτες σαν φίδια κάτω από τη γη.
Η μάχη στα τείχη ήταν αιματηρή και πεισματική. Στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, οι Γενοβέζοι και οι Γραικοί, υπό τις διαταγές του ηρωικού Ιωάννη Τζουστινιάνι, κράτησαν το μέτωπο ακλόνητο. Οι πανοπλίες τους – έργα τέχνης και θωράκισης – απέκρουαν τα βέλη και τις σφαίρες, κι έκαναν τους υπερασπιστές να μοιάζουν με ήρωες των θρύλων.
Κάτω από τη γη, όμως, ο αγώνας ήταν ακόμη πιο εφιαλτικός. Σε ένα σκοτεινό λαβύρινθο γεμάτο θάνατο και φωτιά, οι Έλληνες μηχανικοί, με αρχηγό τον αλύγιστο Ιωάννη Γκραντ (Γερμανό στην καταγωγή ή Σκωτσέζο κατ’ άλλους), αφουγκράζονταν κάθε ήχο, κάθε κτύπο από τις σκαπάνες του εχθρού. Και όταν τους εντόπιζαν, τους παγίδευαν και τους έκαιγαν με υγρό πυρ, ό,τι πιο κοντινό στις φλόγες της κόλασης υπήρχε πάνω στη γη. Μόνο εκείνη τη μέρα, σε ένα μονάχα σημείο, κατάφεραν να σταματήσουν τρεις υπόγειες επιθέσεις.
Για άλλη μία φορά, οι Βυζαντινοί και οι σύμμαχοί τους στάθηκαν ματωμένοι, κουρασμένοι, αλλά νικητές.
Μα κι αυτή η νίκη έφερε μαζί της τη γνώριμη σιωπή: κανένα άγγελμα από τη Βενετία, καμία λέξη από τη Ρώμη. Ο Πάπας σιωπούσε, και η Γαληνοτάτη Δημοκρατία έμενε κλεισμένη πίσω από τα τείχη των συμφερόντων της. Η Πόλη ήταν μόνη.