-Κυρά, κυρά, ξανάρχονται.
Ο μικρόσωμος καμπούρης τρέχει όσο του επιτρέπει το κουτσό του πόδι. Η γυναίκα τον κοιτάζει σοβαρά. Τα χρόνια που το ποδοβολητό του της φαινόταν αστείο, έχουν περάσει προ πολλού. Απ’ όλους, γονιούς, φίλους, εραστές, αυτός στάθηκε ο πιστότερος. Ο μικρός της βράχος, όπως τον φωνάζει.
Με αργά βήματα κατευθύνεται προς την άκρη του πύργου. Η μπορντούρα της μεταξένιας της ρόμπας, σκουπίζει τη σκόνη από τις αρχαίες πέτρες που πατά. Στέκεται με προσοχή στην άκρη της πολεμίστρας και ατενίζει τη μικρή κοιλάδα από κάτω της.
Ένα πλήθος πολύχρωμες στολές είναι σκορπισμένες ανάμεσα στα γέρικα δέντρα και τα χορταριασμένα λιθάρια. Κάποιες στήνουν σκηνές, κάποιες ξεφορτώνουν κιβώτια από μουλάρια αλλά οι πιο πολλές, απλά την κοιτάζουν. Θυμάται ότι κάποτε οι άντρες την κοιτάζανε με πόθο, τώρα με φόβο.
Τα μπαϊράκια με την ημισέληνο κάνουν δειλά δειλά την εμφάνισή τους. Οι πιο παλληκαράδες, αυτοί που δεν ξέρουν, με τα καριοφίλια και τους σισανέδες στο χέρι, πλησιάζουν δυο βήματα πιο κοντά. Ένας ψηλός κοκκινομάλλης Τσετσένος με πολύχρωμα σαλβάρια, αψηφώντας τις παραινέσεις των βετεράνων σηκώνει το όπλο του και πυροβολεί προς το μέρος της. Ξέρει ότι είναι μακριά για να την πετύχει, θέλει όμως να δείξει έτσι την περιφρόνησή του.
Η γυναίκα χαμογέλα σαρδόνια. Σηκώνει το δάκτυλό της και δείχνει προς το μέρος του. Ψιθυρίζει ξεχασμένα λόγια, αρχαία ξόρκια, παλιά όσο η ανατολή του κόσμου. Ο άντρας τραβάει από το ζωνάρι του την ασημένια πιστόλα του και πριν προλάβει κανείς να τον σταματήσει, τη στρέφει στο πρόσωπό του και πατά τη σκανδάλη.
-Δε θα μάθουνε ποτέ, καλέ μου φίλε. Δε θα μάθουνε ποτέ.
Μέχρι το απόγευμα μένει ξαπλωμένη. Τελευταία, κάθε φορά που χρησιμοποιεί τη δύναμή της χρειάζεται όλο και περισσότερη ώρα για να συνέλθει. Ο μικρός βράχος, της ετοιμάζει το αφέψημα από τα μυστικά βοτάνια που καλλιεργούνται σαράντα και βάλε γενιές, στην αυλή του κάστρου. Τη βοηθά, όχι όμως σαν πρώτα. Κανείς δεν είναι δυνατότερος από το χρόνο. Ούτε καν αυτή. Η περιβόητη μάγισσα, η Κουλτσίνα με τ’ όνομα.
Είναι η τελευταία από τη γενιά της. Η τελευταία από το είδος της. Οι μάγισσες ήταν πάντα λίγες. Ιδιαίτερα οι δυνατές σαν τη Μήδεια και την Κίρκη. Ή σαν τη μάνα της. Η μακαρίτισσα έκανε μια περιουσία βοηθώντας ανθρώπους στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Μέχρι ο Σουλτάνος της έπεψε κρυφό μήνυμα να τον βοηθήσει με ένα πρόβλημα που είχε και έκανε το χαρέμι να γελάει μαζί του. Όταν του το έλυσε, της έστειλε τόσο χρυσάφι που δε χρειάστηκε να ξαναδουλέψει ποτές.
Όχι ότι σταμάτησε να προσφέρει. Οι χωρικοί τη λατρεύανε και την υπηρετούσανε, παρά το μίσος των προεστών και των παπάδων για τη φύση της. Και για το χρυσάφι που δεν μοιραζόταν μαζί τους.
Όταν γέννησε την Κουλτσίνα, όπως συμβαίνει σε όλες τις μάγισσες, έχασε τις δυνάμεις της. Έτσι ξεγυμνωμένη την πετύχανε οι στρατιώτες του τοπικού πασά. Και αφού τη βιάσανε και κλέψανε ότι μπορούσανε, τη σκοτώσανε. Η Κουλτσίνα, κρυμμένη καλά, παρακολούθησε όλη τη σκηνή. Περίμενε υπομονετικά τη στιγμή που η κληρονομιά της θα ξυπνούσε μέσα της. Κατόπιν βρήκε τους δολοφόνους της μάνας της και τους έριξε την κατάρα της αιώνιας πείνας, με αποτέλεσμα ήταν να φάνε τις ίδιες τους τις σάρκες. Από τότε και για κάμποσα χρόνια δεν την πείραξε κανείς.
Μετά ήρθε εκείνος. Ένας ανθρωπάκος που δεν σου γέμιζε το μάτι. Αλλά η ψυχή του ήταν γεμάτη φωτιά. Της μίλησε για μια μυστική εταιρία που σκοπό είχε να λεφτερώσει τους Έλληνες από το ζυγό της σκλαβιάς. Τη βύθισε στ’ όνειρό του, την όρκισε και έφυγε.
Έδωσε όλο της το βιός για τον αγώνα. Μαζί με αλοιφές που επουλώνουν τις πληγές μέσα σε δευτερόλεπτα και φίλτρα που χαρίζουν υπεράνθρωπη δύναμη σε όποιον τα πιει. Μέχρι που οι Έλληνες αφήσανε τους εχθρούς και αρχίσανε να σφάζονται μεταξύ τους. Εκεί αηδίασε. Τους παράτησε και κλείστηκε στο κάστρο της.
Οι Οθωμανοί την πλησιάσανε και προσπαθήσαν να τη στρατολογήσουν. Παρά τη σιχαμάρα που ένιωθε για τους ‘’συν-αγωνιστές’’ της, αρνήθηκε να στραφεί εναντίον τους. Οι απεσταλμένοι της Πύλης φύγανε χαμογελώντας και γυρίσανε με 2.000 άντρες. Μόνον 16 επιζήσανε. Τώρα ήρθαν για το δεύτερο γύρο.
Ο πασάς προσπαθεί να βολέψει το πλαδαρό του κορμί επάνω στις πολύχρωμες μαξιλάρες. Η αφόρητη ζέστη, που δε μετριάζεται από τις φιλότιμες προσπάθειες του υπηρέτη του να του κάνει αέρα, του δημιουργεί δυσφορία. Πετά στο πάτωμα το δίσκο με τα λουκούμια και διώχνει τους φασαριόζους οργανοπαίχτες. Οι εκρήξεις θυμού του είναι θρυλικές, όλοι όσοι βρίσκονται μαζί του στη σκηνή χαϊδεύουν ασυναίσθητα το λαιμό τους.
-Έξι χιλιάδες πεζικό, χώρια η καβαλαρία, χώρια τα 2 κανόνια. Κατέλαβα πόλεις ολόκληρες με λιγότερο στρατό, σε λιγότερο χρόνο. Και πάει ένα μήνας που πολιορκώ αυτό το αναθεματισμένο κάστρο. Που το φυλάει ένας κουτσός και μια γυναίκα ! ! !
-Δεν είναι γυναίκα πολυχρονεμένε, είναι η Σεΐταν Χανίμ. Η διαβολοκυρά.
-Διαβολοκυρά ή όχι, το κάστρο της πρέπει να πέσει και θα πέσει. Είτε χρειαστούν έξι, είτε εξήντα, είτε εξακόσιες χιλιάδες άντρες. Και πες μου εσύ Χότζα, άνθρωπε του Θεού, που όλοι σε φωνάζουν άγιο, πως γίνεται η άπιστη να έχει τέτοια δύναμη και συ ο πιστός όχι;
-Μυστήριες οι βουλές του Αλάχ, δοξασμένο τ’ όνομά Του. Σε αυτήν έδωσε τη δύναμη να κάνει τα όπλα να σκάνε και σε μένα την ικανότητα να διώχνω τα τυφλοπόντικα απ’ τα χωράφια.
-Δε θέλω φιλοσοφίες, θέλω λύσεις.
-Η λύση πολυχρονεμένε, είναι εδώ.
Ο Χότζας ανοίγει την τέντα της σκηνής και έξι άντρες μπαίνουν. Είναι ψηλοί, λιπόσαρκοι, με μακριές κελεμπίες που κάποτε ήταν λευκές. Τα μάτια τους είναι μαύρα σαν κάρβουνα και τα γένια τους βρώμικα.
-Σούφι και μάλιστα Μπεκτασήδες ! ! ! ουρλιάζει ο πασάς. Ξέρεις καλά ότι ο Σουλτάνος μας, ο Αλλάχ να τον προστατεύει, διέλυσε το τάγμα τους πριν από ένα χρόνο. Και συ τους κουβαλάς μπροστά μου.
-Οι ακραίες καταστάσεις, απαιτούν ακραία μέτρα. Είναι όλοι τους αιχμάλωτοι. Οι άντρες μας ταλαιπωρήθηκαν για να τους πιάσουν. Βλέπετε, οι δυνάμεις τους είναι παρόμοιες με αυτές της Σεΐταν Χανίμ.
– Ας είναι. Ακούστε με εσείς. Αν καταφέρετε και τη νικήσετε θα σας αφήσω να φύγετε. Αν όχι, ο Σουλτάνος θα λάβει πεσκέσι τα κεφάλια σας.
Οι Σούφι, υποκλίνονται σιωπηλά και αποχωρούν.
Το χάραμα, η Κουλτσίνα ξυπνά ανήσυχη. Όλες οι μάγισσες έχουν μια ιδιαίτερη αίσθηση, ένα εσωτερικό ξυπνητήρι που τις ειδοποιεί για επερχόμενους κινδύνους. Και το δικό της χτυπάει σαν τρελό.
Η μικρή κοιλάδα, παρουσιάζει ένα περίεργο θέαμα. Ολόκληρος ο στρατός είναι παραταγμένος σε ημικύκλιο, παρατηρώντας έξι περίεργες φιγούρες. Είναι οι Σούφι, που προετοιμάζονται. Τα ρούχα τους και τα γένια τους είναι καθαρά σήμερα. Δε δείχνουν πλέον σαν κακόμοιροι αιχμάλωτοι αλλά σαν άρχοντες του σύμπαντος κόσμου τους.
Ο πιο ψηλός απ’ όλους, αρχίζει ν’ απαγγέλλει έναν στίχο από το Κοράνι και οι άλλοι πέντε να τον επαναλαμβάνουν ρυθμικά, σαν τραγούδι. Κρατάνε ένα μπουκάλι κρασί στο χέρι. Μετά από κάθε στροφή, πίνουν μια μεγάλη γουλιά. Και συνεχίζουν.
-Κυρά, τι είναι κυρά;
-Προβλήματα, μικρέ μου βράχε. Απ’ ότι φαίνεται, οι εχθροί μας αρχίσανε να μαθαίνουν.
Ξάφνου, οι έξι άντρες αρχίζουν το Ζικρ, τον τελετουργικό τους χορό. Στην αρχή με αργά βήματα, σαν κάτι να τους κρατά δεμένους στη γη. Σταδιακά όμως, ο χορός γίνεται πιο έντονος, πιο άγριος. Πλέον δεν περπατάνε, χοροπηδάνε με λύσσα. Αδειάζουν τα μπουκάλια από το κρασί, τα σπάνε και με τα γυαλιά χαρακώνουν το στήθος τους. Με αίμα και ουρλιαχτά, καλούν το θεό τους.
Στο απόγειο της μυστικιστικής τους τελετής, πέφτουνε στα έδαφος, σφαδάζοντας σαν ψάρια έξω από το νερό. Οι κόρες των ματιών τους εξαφανίζονται και αφροί σχηματίζονται στις άκρες των χειλιών τους. Όσο απότομα ξεκινήσανε, τόσο απότομα σταματάνε. Σηκώνονται παραπατώντας κάθιδροι, και απομακρύνονται.
Ο πασάς δε δείχνει ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος από την επίδειξη. Γυρνά στο Χότζα με βλέμμα κρύο σαν πάγο. Εκείνος, με μια κίνηση του χεριού, δίνει εντολή σε μερικούς στρατιώτες να προελάσουν προς το κάστρο.
Η έκφραση στα πρόσωπά τους δείχνει τη διαφωνία τους, αλλά υπακούν όπως και να’ χει. Την αμφιβολία τους αντικαθιστά όμως η έκπληξη, όταν φτάνοντας σχεδόν κάτω από τα τείχη, δε συμβαίνει απολύτως τίποτε, παρ΄ ότι η Κουλτσίνα κάνει τα συνηθισμένα της μαγικά.
Τους παίρνει λίγο χρόνο μέχρι να καταλάβουν, μαζί με το υπόλοιπο στράτευμα, ότι η τελετή των Σούφι, εξουδετέρωσε τις δυνάμεις της. Τη διαπίστωση ακολουθεί μια βροχή από σφαίρες που αναγκάζει τους αμυνόμενους ν’ αποσυρθούν γοργά στο εσωτερικό. Οι στρατιώτες αλαλάζοντας από χαρά, τρέχουν στη βαριά ξύλινη πόρτα της εισόδου και τη χτυπάνε με τσεκούρια.
-Φέρε το μαγκάλι.
Ο μικρός βράχος κουτσαίνοντας όσο πιο γρήγορα μπορεί, φέρνει ένα μαγκάλι γεμάτο αναμμένα κάρβουνα στα πόδια της κυράς του. Η Κουλτσίνα μουρμουρίζοντας, πετά σακουλάκια με σκόνες μέσα του, γεμίζοντας τον αέρα με πολύχρωμο καπνό. Βγάζει ένα μικρό μαχαίρι από μια εσωτερική τσέπη της ρόμπας της και περιμένει.
Η πόρτα, παρά τη στιβαρή της όψη, ανοίγει σχετικά εύκολα. Τα στίφη των Οθωμανών ξεχύνονται στη μεγάλη αυλή. Η ορμή τους διακόπτεται όταν βλέπουν τη γυναίκα να στέκεται αγέρωχα μπροστά τους, μισοκρυμένη στους καπνούς. Το θέαμα είναι τόσο επιβλητικό που ξεχνούν ακόμη και τη βασική τους εκπαίδευση, χαμηλώνοντας τα όπλα τους αντί ν’ αρχίσουν να της ρίχνουν.
-Αίμα για αίμα.
Με δύο γοργές κινήσεις, σχίζει τις φλέβες των καρπών της, αφήνοντας το αίμα να τρέξει πλούσιο. Μόλις η πρώτη σταγόνα βάφει τα κάρβουνα, ένας δυνατός άνεμος φυσά από το πουθενά και ήχος τεράστιων φτερών αντηχεί στο κάστρο.
Η απορία των αντρών μετατρέπεται σε τρόμο όταν βλέπουν τι πλάσματα κουβαλάνε στις πλάτες τους τα φτερά που ακούγονται. Μοιάζουν με γύπες αλλά τα πρόσωπά τους είναι γυναικεία με σουβλερά δόντια και μάτια φιδιού.
Στρέφουν προς την έξοδο μόνο για ν’ ανακαλύψουν ότι η βαριά πόρτα έχει κλείσει από μόνη της. Παγιδευμένοι , τρέχουν γύρω γύρω στριγκλίζοντας, καθώς σιδερένια νύχια τους ξεσκίζουν τις κοιλιές, κάνοντας το έδαφος να μοιάζει με πάτωμα σφαγείου. Όσοι έχουν μείνει απ’ έξω, μάταια προσπαθούν να παραβιάσουν την πύλη, που τώρα μοιάζει φτιαγμένη από γρανίτη. Το μόνο που μπορούν να κάνουν, είναι ν’ ακούν με φρίκη τις κραυγές των εγκλωβισμένων συντρόφων τους.
Μόλις τα πλάσματα σκοτώσουν και τον τελευταίο, πετάνε πάνω από τα ψηλά τείχη και επιτίθενται στους υπόλοιπους. Οι σφαίρες των πιο ψύχραιμων δεν τα επηρεάζουν στο ελάχιστο. Πετούν και ξεκοιλιάζουν όποιον βρίσκουν μπροστά τους. Αντιμέτωποι με ολοκληρωτικό αφανισμό, οι Οθωμανοί προεξάρχοντος του πασά και του χότζα, το βάζουν στα πόδια.
Μόνο οι Σούφι, καθισμένοι οκλαδόν, πίνουνε ατάραχοι . Τα τέρατα κάνουν μερικούς κύκλους γύρω τους μυρίζοντάς τους, πριν γυρίσουν στο κάστρο χωρίς να τους πειράξουν.
Την επόμενη αυγή, ότι έχει απομείνει από το περήφανο στρατόπεδο είναι σχισμένες σκηνές, πεταμένα όπλα και ένα λιβάδι πτώματα. Στα χρόνια που ακολουθούν οι ντόπιοι γράφουν τραγούδια για τη μάγισσα που νίκησε τους Τούρκους. Και που όταν ο Σουλτάνος έστειλε όλο του το ασκέρι, αυτή τους κορόιδεψε μια τελευταία φορά. Έβαλε τα όργανα να παίζουν μοναχά τους, φόρεσε τα παπούτσια της ανάποδα και ξεγλίστρησε κάτω από τη μύτη τους.
Ο μόνος που δε διασκεδάζει με τις ιστορίες αυτές, είναι ένας μικρόσωμος κουτσός γεράκος. Γιατί είναι αυτός που την έπλυνε. Γιατί είναι αυτός που την έσυρε πάνω σε μια κουβέρτα. Γιατί είναι αυτός που ξέρει την αλήθεια.
Η νίκη, απαίτησε όλο της το αίμα.