Αρκαδία 1924. Αφροδίσιο όρος.
‘’Αν και αύριο ξημερώνει Δεκαπενταύγουστος, κανείς δε δείχνει ανυπομονησία για τη μεγάλη εορτή. Άλλες χρονιές, τα όργανα παίζανε μέρες πριν. Τώρα επικρατεί σιωπή. Οι κάτοικοι με το που δύει, κλειδαμπαρώνονται στα σπίτια τους. Ως και τα ζωντανά του χωριού παραμένουν παράξενα σιωπηλά. Ο χωροφύλακας ζήτησε άδεια, να περάσει την αυριανή με τη μέλλουσα σύζυγό του, Παναγιώτα γαρ. Έτσι έμεινα μόνος μου. Δηλαδή σχεδόν μόνος. Μου κρατά συντροφιά ο Ανέστης. Το ψυγείο απεδείχθη εξαιρετική κατασκευή. Όποιος και να μπει στο γραφείο αποκλείεται να μαντέψει ότι έχω για παρέα μου ένα πτώμα. Στην ησυχία της νύχτας, πιάνω το νήμα από την αρχή’’.
-// –
Τα δύο σκυλιά γαυγίζουν μανιασμένα. Ο χωροφύλακας τα κρατάει με κόπο να μη ξεχυθούν στις περίεργες και σκοτεινές πλαγιές του βουνού. Το μικρό απόσπασμα των πέντε αντρών κοιτάζει νευρικά γύρω του. Έχει σουρουπώσει και κανείς τους δε θέλει να βρίσκεται εδώ όταν πέσει η νύχτα. Παρ’ όλα ταύτα είναι υποχρεωμένοι να συνεχίσουν την έρευνά τους για όσο έχει φως.
Ο επικεφαλής Υπομοίραρχος, σκουπίζει τον ιδρώτα του με ένα μεταξωτό μαντήλι. Κοιτάζει τα σχισμένα από τα κλαδιά ρούχα του, βρίζοντας την υπηρεσία για τη μετάταξη που του έκανε. Αν και γεννήθηκε σε αυτά τα μέρη, ποτέ του δε τα συμπάθησε. Ανάθεμα στην πολιτική και τα ρουσφέτια της.
Έξαφνα τα σκυλιά σταματάνε το γαύγισμα. Οι μουσούδες τους μυρίζουν σαν τρελές τον αέρα, τα ίδια όμως αρνούνται να προχωρήσουν. Ο αστυνόμος γυρνά απορημένος προς τον προϊστάμενό του. Οι άλλοι τρεις, όλοι ντόπιοι εθελοντές, αφουγκράζονται γύρω τους. Ταυτόχρονα, και οι τρεις, υψώνουν τα κυνηγετικά τους όπλα και σηκώνουν τους κόκορες.
‘’Τι κάνετε; Ποιος σας είπε να οπλίσετε;’’
‘’Είμαστε στη μέση ενός λόγγου κυρ’ αστυνόμε και δεν ακούγεται ο παραμικρός ήχος. Ακόμη και ο άνεμος έχει σωπάσει. Αυτό δεν είναι ποτέ καλό’’.
Τα λόγια του ηλικιωμένου του κάνουν τρομερή εντύπωση. Τόση, που βγάζει το υπηρεσιακό του περίστροφο από τη θήκη. Ελπίζει να μη χρειαστεί να το χρησιμοποιήσει γιατί μέχρι τώρα δεν έχει ρίξει ούτε μία φορά στην καριέρα του. Και σίγουρα αυτή, δε θα είναι η καλύτερη πρώτη.
‘’Να μη ρίξει κανείς χωρίς δική μου εντολή. Χωροφύλαξ, μείνε εδώ με τα σκυλιά. Οι υπόλοιποι μαζί μου’’.
Η επίδειξη εξουσίας του ‘’πρωτευουσιάνου’’ επιδρά θετικά στην ψυχολογία των ντόπιων. Το τελευταίο που θα κάνανε άλλωστε θα ήταν να δείξουν φόβο μπροστά στο παιδαρέλι που πήγε άκουσον άκουσον, για έρευνα, με το καλό του το κοστούμι.
Προχωράνε προσεκτικά, παραμερίζοντας με τις άκρες των όπλων τους τα χαμηλά κλαδιά και τους θάμνους που τους κλείνουν το δρόμο. Ακολουθώντας ένα ψευτομονοπάτι, καταλήγουν σε ένα μικρό ξέφωτο. Εκεί βλέπουν αυτό που όλοι περιμένανε. Τον Ανέστη νεκρό.
Είναι ξαπλωμένος ανάσκελα, μέσα σε μια λίμνη από το ίδιο του το αίμα. Το δεξί του χέρι, κομμένο από τον αγκώνα, βρίσκεται δύο μέτρα μακριά, κρατώντας ακόμη σφιχτά την κυνηγετική του καραμπίνα. Ο Υπομοίραρχος τον πλησιάζει και μηχανικά ψάχνει για σφυγμό. Κοιτάζει προσεχτικά το πτώμα και το αναποδογυρίζει. Μελετά τα σημάδια από νύχια και δόντια που οργώνουν το στέρνο και την πλάτη του χωρίς το παραμικρό σημάδι φρίκης, απόρροια της καλής του εκπαίδευσης και του γερού του στομαχιού.
Αντίθετα οι υπόλοιποι άντρες, σκληροτράχηλοι βετεράνοι του Μακεδονικού αγώνα και της Μικρασιατικής Εκστρατείας, στέκονται παράμερα, κοιτάζοντας διαρκώς γύρω τους.
‘’Κύριοι, η αποστολή μας έλαβε τέλος. Ο αγνοούμενος ευρέθη, δυστυχώς νεκρός. Κρίνοντας από τα τραύματα, έπεσε θύμα επιθέσεως άγριου ζώου, ίσως αγέλης λύκων. Το μόνο που μπορούμε πλέον να κάνουμε είναι να τον μεταφέρουμε στο χωριό για την ταφή. Όταν τελειώσω τη σύνταξη της αναφοράς, θα σας ζητήσω να περάσετε από το σταθμό για να την υπογράψετε ως μάρτυρες. Η Βασιλική Χωροφυλακή, σας ευχαριστεί για τη βοήθειά σας στην έρευνα’’.
‘’Ποιο άγριο ζώο σκοτώνει και αφήνει την τροφή πίσω του;’’
Ο Υπομοίραρχος γυρνά προς τον ηλικιωμένο άντρα.
‘’Κάποιο ζώο που αιφνιδιάζεται ή προστατεύει τα μικρά του. Ή μία αρκούδα. Έχουν δυνατό κυνηγετικό ένστικτο. Φτάνει να τρέξεις και θα σε καταδιώξουν’’.
‘’Και όταν σου ρημάξουν την πλάτη, θα σε γυρίσουν ανάποδα και θα συνεχίσουν; Αν ήταν κοπάδι λύκοι όπως λες που είναι τα ίχνη τους; Που είναι οι τρίχες που αφήσαν πίσω τους; Κομμάτια από τα νύχια και τα δόντια στο σώμα του; Αν ήταν αρκούδα, πως πέρασε μέσα από τους θάμνους και του ρίχτηκε χωρίς να σπάσει ένα κλαδί;’’
‘’Η ζωολογία δεν είναι μέρος της εκπαίδευσής μου. Αλλά έχεις δίκιο. Για να εξακριβώσουμε την ακριβή αιτία θανάτου, χρειάζεται κάποιος ειδικότερος όλων μας. Μόλις πάμε στο χωριό θα ζητήσω από το γιατρό να εξετάσει το νεκρό. Ο χωροφύλακας έχει μαζί του μια κουβέρτα. Φέρτε τη να τον τυλίξουμε και να τον μεταφέρουμε’’.
Οι άντρες απομακρύνονται μουρμουρίζοντας προσευχές που εναλλάσσονται με βρισιές και σταυροκοπήματα. Καθώς παίρνουν το δρόμο της επιστροφής, ο Υπομοίραρχος ρίχνει μία ακόμη γρήγορη ματιά στη σκηνή του εγκλήματος, όμως το προχωρημένο σούρουπο δε του επιτρέπει να δει κάτι διαφορετικό.
Χαϊδεύει τα δύο σκυλιά που αρνήθηκαν πεισματικά να κουνηθούν όσο το πτώμα βρισκόταν κοντά τους και ακολουθεί την υπόλοιπη ομάδα.
-//-
‘’Νύχια, χωρίς αμφιβολία’’.
‘’Αρκούδα γιατρέ μου;’’.
‘’Το πιθανότερο. Κρίνοντας από το μέγεθος και το βάθος, μόνο μία αρκούδα θα μπορούσε να προξενήσει τέτοια τραύματα. Ή ένα λιοντάρι εάν βρισκόμασταν στην Αφρική και όχι στην Αρκαδία. Θα συντάξω την ιατροδικαστική έκθεση και θα σας την αποστείλω το συντομότερο, αστυνόμε’’.
‘’Σας ευχαριστώ θερμά γιατρέ μου. Και λυπάμαι που σας ανέθεσα μία τόσο απεχθή εργασία’’.
‘’Μην ανησυχείτε, στη σχολή έχω εξετάσει πτώματα σε χειρότερη κατάσταση. Το λειτούργημα του ιατρού βλέπετε, δεν αφήνει περιθώρια για ευαισθησίες’’.
‘’ Όπως και να έχει, με βοηθήσατε σημαντικά. Θα μου επιτρέψετε όμως τώρα. Έχω να τελειώσω με τις καταθέσεις των μαρτύρων. Γραφειοκρατία, αγαπητέ μου. Το μόνο τέρας που δεν μπορούμε να συλλάβουμε. Μία τελευταία ερώτηση. Κρίνοντας από τα στοιχεία που έχετε πόσο μεγάλο, κατ’ εκτίμησιν, πρέπει να είναι ένα τέτοιο πλάσμα΄;’’.
‘’Με πρόχειρους υπολογισμούς, τρομακτικά μεγάλο’’.
-//-
‘’Κάθησε’’
Ο ηλικιωμένος άντρας διαλέγει την πιο κοντινή σε αυτόν καρέκλα. Ο νεαρός Υπομοίραρχος φωνάζει το χωροφύλακα και παραγγέλνει δύο καφέδες’’.
‘’Μας κακομαθαίνεις κυρ αστυνόμε. Ο προηγούμενος, όταν μας φώναζε στο γραφείο του, μόνο που δε μας έδερνε. Σκληρός άνθρωπος’’.
‘’Ο καθένας έχει τον τρόπο του Λεωνίδα. Ανάλογα με το σκατό και το φτυάρι’’.
Ο Λεωνίδας γελά δυνατά. Η απρεπής αλλά πετυχημένη παρομοίωση, χαλαρώνει το σώμα του που έμοιαζε βιδωμένο στη μικρή ξύλινη καρέκλα. Όταν φτάνουν οι καφέδες, η κατάθεση έχει ήδη μετατραπεί σε μια φιλική κουβέντα.
‘’Μίλησα με το γιατρό. Όταν μου στείλει την αναφορά του, το θέμα μπορεί να κλείσει οριστικά. Μετά όμως από τη συμπεριφορά σου στο βουνό, θέλω ν’ ακούσω και τη δική σου γνώμη’’.
‘’Το χωριό είναι μικρό. Ξέρω ότι μίλησες με το γιατρό, ξέρω ακόμη ότι μίλησες με τους άλλους. Ότι σου είπαν, κάποιο ζώο τον έφαγε’’.
‘’ Τώρα μιλάμε μαζί. Πες μου ότι σκέφτεσαι και σου υπόσχομαι ότι θα μείνει μεταξύ μας. Βοήθησέ με να κάνω τη δουλειά μου σωστά’’.
‘’Τον Οκτώβρη του 1904, υπηρετούσα υπό τις διαταγές τους καπετάν Ζέζα στη Μακεδονία. Προχωρούσαμε προς τη Σιάτιστα για να ξεκουραστούμε. Είχαμε πάρει ένα κρυφό μονοπάτι και για οδηγό είχαμε μία γριά εκατοχρονίτισσα. Σε ένα σημείο βρήκαμε Βούλγαρους που μας είχανε στήσει καρτέρι. Θα μας είχανε ξεκάνει όλους αν δεν τους είχε ήδη ξεπαστρέψει κάποιος. Τα σώματά τους ήταν κομματιασμένα σα του Ανέστη και σκορπισμένα ολούθε. Η γριά μας μίλησε για έναν παπά που έκανε συμφωνία με το διάολο και του έστειλε έναν δαίμονα να πολεμήσει στο πλευρό των Ελλήνων’’.
‘’Πιστεύεις κάτι τέτοιο;’’.
‘’Το ίδιο ρώτησα τη γριά και μου απάντησε, φτάνει να το πιστεύουν οι Βούλγαροι. Όπως και να’ χει, κάποιος ή κάτι τους τακτοποίησε’’.
‘’ Σωστό. Θα μπορούσε όμως να είναι μία Ελληνική περίπολος που δεν κατέγραψε τη δράση της. Είσαι σίγουρος ότι φέρανε ίδια ή παρόμοια τραύματα;’’
‘’Με ρωτάς πρωτευουσιάνικα αλλά θα σου απαντήσω χωριάτικα. Ότι σκότωσε τους Βούλγαρους, σκότωσε και τον Ανέστη’’.
-//-
Ο τσιγγάνος κρατά το φέσι του σφιχτά ανάμεσα στα χέρια του. Δε συμπαθεί τους αστυνομικούς ακόμη και τις σπάνιες φορές που δεν έχει διαπράξει κανένα αδίκημα. Πόσο μάλλον τώρα που τα κλεψιμαίικα γεμίζουνε δωμάτιο. Αναρωτιέται ποιος είναι ο χαφιές που μίλησε. Σίγουρα ο Μανωλιός. Αυτός ο βατραχομούρης δεν είναι ποτέ ευχαριστημένος από τη μοιρασιά.
Ο Υπομοίραρχος ανοίγει την πόρτα και εισέρχεται στο δωμάτιο. Ο τσιγγάνος σηκώνεται και υποκλίνεται με σεβασμό. Από την πλούσια εμπειρία του ξέρει ότι ποτέ δε μιλά πρώτος.
‘’Σε ευχαριστώ που ήρθες. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου σε κάτι. Περιττό νομίζω να σου πω, πως ότι δεις και ότι πούμε σήμερα θα μείνει μεταξύ μας’’.
‘’ Ότι θες αφεντικό. Στις διαταγές σου’’.
Ο Υπομοίραρχος ανοίγει το αυτοσχέδιο ψυγείο και τον καλεί κοντά του. Ο τσιγγάνος πλησιάζει, βλέπει το πτώμα και αδιάφορα κάνει το σταυρό του.
‘’Είναι ο Ανέστης αφεντικό. Άκουσα ότι χάθηκε ο φουκαράς στο δάσος. Θεοσχωρέστον’’.
‘’Δε σε έφερα εδώ για αναγνώριση. Ξέρω ότι είσαι κάτι σαν ειδικός στις αρκούδες. Κοίτα τα σημάδια και πες μου αν είναι από νύχια αρκούδας’’.
‘’Τις κυνηγάω χρόνια αφεντικό και τις ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου. Μια μεγάλη σερνική μπορεί να σακατέψει άνθρωπο, έτσι όπως είναι ο Ανέστης. Τι της έκανε και τον μακέλεψε;’’
‘’Μάλλον τον είδε ξαφνικά, τρόμαξε και του επιτέθηκε’’.
‘’Αποκλείεται. Θα του έριχνε δύο νυχιές και θα έφευγε. Αυτό εδώ είναι δουλειά μίσους. Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι μια θηλυκιά που της σκότωσε τα παιδιά. Δεν έχω δει όμως θηλυκιά τόσο μεγάλη στη ζωή μου’’.
‘’Και αν δεν είναι αρκούδα, τι μπορεί να είναι;’’
Ο τσιγγάνος μένει σιωπηλός, ενώ σκέφτεται. Δείχνει σα να διστάζει να πει αυτό που τριγυρίζει στο μυαλό του. Το ερευνητικό βλέμμα του επιθεωρητή τον κάνει να αισθάνεται ένοχος, χωρίς να είναι. Αποφασίζει τελικά ν’ ακολουθήσει τον σίγουρο δρόμο της συνεργασίας.
‘’Πριν χρόνια είχε έλθει στο χωριό ένας πρωτευουσιάνος σα του λόγου σου. Το πρωί μιλούσε με τους χωριανούς και έγραφε τις ιστορίες που του λέγανε για τα στοιχειά και τα ξωτικά της περιοχής. Το βράδυ όμως πήγαινε μαζί με τον μακαρίτη τον πατέρα μου και στήνανε καρτέρι στο βουνό. Ο πατέρας μου, ακόμη και στο νεκροκρέβατό του αρνήθηκε να μας πει τι ψάχνανε. Ο ξένος έφυγε βιαστικά και δεν ξαναγύρισε ποτέ’’.
‘’Και πως συνδέεται η ιστορία σου με το θάνατο του Ανέστη;’’
‘’Ο πατέρας μου από όλο αυτό κέρδισε δύο πράγματα. Χρήματα από τον ξένο και ένα σημάδι σαν αυτά, στο πόδι του’’.
-//-
‘’Εσύ χωροφύλαξ, τι πιστεύεις;’’
Ο νεαρός χωροφύλακας τον κοιτάζει με έκπληξη. Δεν έχει συνηθίσει να του απευθύνουν το λόγο παρά μονάχα για να του δώσουν διαταγές. Κολακευμένος από τα νέα ήθη που εισαγάγει ο ανώτερός του, αναφέρει πρόθυμα όσα γνωρίζει.
‘’Ο Ανέστης ήταν κάποτε νοικοκύρης, κυρ διοικητά, πριν μπλέξει με κακές παρέες. Ακόμη κι έτσι όμως, ποτέ δεν έφερε προβλήματα στο χωριό. Μόνο κατά καιρούς, όταν έπινε κανά ποτηράκι παραπάνω, μας έλεγε τις τρέλες του για το πώς θα ξαναγίνει πλούσιος και τσακωνόταν με όποιον δεν τον πίστευε’’.
‘’Και πως ζούσε;’’
΄’Απ’ το κυνήγι. Ήταν το πρώτο τουφέκι της περιοχής’’.
‘’Τελευταία, τι τον άκουγες να λέει;’’
‘’ Για έναν πρωτευουσιάνο που έψαχνε χρόνια ένα θήραμα που κανείς δεν είχε ματαδεί. Το περίμενε πότε θα ξαναγυρίσει στα μέρη μας. Θα το χτυπούσε και θα του το πούλαγε για παράδες. Έφτασε μέχρι την Τρίπολη ν’ αγοράσει σφαίρες για την καραμπίνα του. Μετά δεν το ξανάδε κανείς, έξω από εμάς. Έμαθα πάντως ότι λίγο πριν χαθεί, πήγε να βρει τη μπάμπω μάγισσα’’.
‘’Βρες μου αυτήν τη μπάμπω μάγισσα και φέρτην μου’’.
-//-
Η γριά μπαίνει στο γραφείο, κουτσαίνοντας από το δεξί της πόδι. Είναι ακριβώς όπως περιγράφουν τις μάγισσες στα παραμύθια. Άσχημη, μαυροντυμένη και με μια τεράστια κρεατοελιά στη σουβλερή της μύτη. Σωριάζεται με κόπο στην καρέκλα, ξεφυσώντας αέρα που μυρίζει καπνό.
‘’Σαν τι με θες κυρ’ αστυνόμε και με κουβάλησες γριά γυναίκα από την άκρη του κόσμου που ζώ; Μήπως να σου πω τι μοίρα σου; πότε θα γίνεις στρατηγός;’’
‘’Η Βασιλική χωροφυλακή δεν έχει στρατηγούς. Ευλαμπία Καλόγλου ή αλλιώς, μπάμπω μάγισσα. Μένεις έξω από το χωριό και βιοπορίζεσαι πουλώντας θαυματουργά βότανα στους ντόπιους’’.
‘’Και επίσης αρμέγω το φεγγάρι, βόσκω τα φλουριά του αράπη και η καλύβα μου βγάνει πόδια και περπατά μόνη της. Απ΄ όλα τα μαγικά του κόσμου, το πιο δυνατό είναι η ελπίδα του ανθρώπου κυρ’ αστυνόμε. Αυτή πουλάω’’.
‘’Δε με νοιάζει τι κάνεις με τους πελάτες σου. Ξέρω ότι ο Ανέστης, λίγο πριν πάρει το δρόμο για το βουνό, πέρασε από την καλύβα σου. Θέλω να μάθω τι είπατε’’.
‘’Α, όλα κι όλα ! Το τι είπα με το μακαρίτη είναι μεταξύ εμού κι εκείνου. Αφού δε μπορεί να σου το πει ο ίδιος δε μπορώ ούτε εγώ’’.
‘’Δεν είσαι ούτε γιατρός, ούτε δικηγόρος, ούτε παπάς, ώστε να είσαι υποχρεωμένη να κρατήσεις το μυστικό κάποιου. Έχεις δύο επιλογές. Η μία να μου τα πεις όλα με το νι και με το σίγμα. Η άλλη, να σε χώσω σε ένα τόσο βαθύ κελί που και το διάβολο να έχεις αγαπητικό, δε θα μπορέσεις να βγεις από κει’’.
‘’Άιντε χαλάλι σου. Όχι γιατί φοβήθηκα αλλά να, έχει καιρό ένας άντρας, και μάλιστα ομορφάντρας, να με φωνάξει με τ’ όνομά μου. Ο Ανέστης είχε το μεγαλύτερο στάβλο με γουρούνια στην περιοχή αλλά το άτιμο το χαρτί τον κατέστρεψε. Απ’ όταν φαλίρισε, δε σταμάτησε να ψάχνει τρόπους να ξαναγίνει πλούσιος’’.
‘’ Αυτό έψαχνε στο βουνό; Κάποιον τρόπο να γίνει πλούσιος; Ή μήπως κάποιον που θα τον κάνει πλούσιο’’.
‘’Κοντά έπεσες. Αλλά όχι κάποιον, κάτι. Πρέπει να καταλάβεις ότι ο Ανέστης ήταν πνιγμένος. Και ο πνιγμένος απ’ τα μαλλιά του πιάνεται. Στην καλύβα μου ήρθε να με ρωτήσει πως θα μπορούσε να σκοτώσει μια καλαμοδόντα’’.
‘’Καλαμοδόντα; Τι είναι πάλι τούτο;’’
‘’Λείπεις χρόνια από το χωριό αλλά μη μου πεις ότι ξέχασες κιόλας τι σου έλεγε η γιαγιά σου η Πανωραία. Το νου σου μη σε βρει το σκοτάδι στο βουνό. Γιατί παραμονεύουν δόντια σουβλερά σαν καλάμια, για να σε αρπάξουν’’.
‘’Η γιαγιά μου, έλεγε πολλά. Κυρίως για στοιχειά και τέρατα. Ανέφερε ο Ανέστης κάποιο όνομα; Κάποιον που θα συναντούσε; Μήπως το καλαμοδόντα είναι κάποιος κωδικός, κάποιο παρατσούκλι;’’.
‘’Σου είπα ότι μου είπε. Δεν ξέρω ποιος τον σκότωσε, αλλά σίγουρα δεν τον σκότωσε κάτι που δεν υπάρχει. Να με συμπαθάς τώρα. Προτιμώ να γυρίσω στην καλύβα μου πριν πέσει το σκοτάδι’’.
‘’Μια ερώτηση ακόμη. Από περιέργεια, πώς αντιμετωπίζεις μια καλαμοδόντα;’’
‘’Με όσες σφαίρες έχεις. Όλες στο κεφάλι’’.
-//-
Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής σύνδεσης, η φωνή του ηλικιωμένου μόλις που ακούγεται.
‘’Κύριε Πολίτη, σας ευχαριστώ θερμά που ανταποκριθήκατε στην κλήση μου’’.
‘’Υπόχρεωσίς μου. Πως μπορεί ένας άρρωστος γέρος να συνδράμει το έργο της Ελληνικής χωροφυλακής;’’
‘’Σας τηλεφωνώ από το σταθμό χωροφυλακής στην Κοντοβάζαινα και πρέπει να είμαι σύντομος. Έχω μία εκκρεμή υπόθεση και οι κάτοικοι της περιοχής που βρίσκεται υπό τη διοικητική μου ευθύνη κάνουν λόγο για ένα πλάσμα ονόματι καλαμοδόντα. Δοξασίες των ντόπιων σίγουρα, αλλά πρέπει να τις αναφέρω στην έκθεσή μου. Μπορείτε να με διαφωτίσετε σχετικά;’’.
‘’Καλαμοδόντα. Ένα πλάσμα της περιοχής. Δίποδο, θηλυκό, τριχωτό, με τεράστια εξέχοντα δόντια σαν καλάμια. Εξ ού και η ονομασία. Αν πάτε προς Ευρώπη μεριά θα το πείτε λυκάνθρωπο. Αλλά δεν είναι ανάγκη να ξενιτευτείτε. Κάντε μια βόλτα μέχρι τη Μεγαλόπολη’’.
-//-
Λυκαίον όρος. Τριάντα χιλιόμετρα από τη Μεγαλόπολη.
Η ανάβαση ήταν σχετικά εύκολη. Το αρχαίο μονοπάτι, επτά μέτρα πλάτους τουλάχιστον, οδηγούσε στο ‘’βωμό’’, όπως τον ενημέρωσε ο ξεναγός του. Ο Μπάρμπα Νικολής, είχε συμμετάσχει στις ανασκαφές του 1902-1904 και του περιέγραψε τους δύο επίχρυσους αετούς που κάποτε κοσμούσαν τις λευκές κολώνες μπροστά τους. Αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι ο βωμός ήταν αφιερωμένος στο Διά, τον πατέρα των θεών.
‘’Τα βράδια εδώ χορεύουν οι νεράιδες. Το μέρος είναι καταραμένο από τα παλιά τα χρόνια, όποιος θυσίαζε άνθρωπο στο βωμό γινότανε λύκος. Κάποιοι λένε ότι αυτό γίνεται ακόμη και στα σήμερα που μιλάμε.’’.
‘’Γιατί να θέλει κάποιος να μεταμορφωθεί σε λύκο;’’
‘’Ας πούμε ότι έχεις κτηματικές διαφορές με το γείτονά σου. Γίνεσαι λύκος, του χυμάς και αφού κάνεις τη βρομοδουλειά σου, ξαναγίνεσαι άνθρωπος και όλα μέλι γάλα. Μόνο που πρέπει να μη γευτείς τη σάρκα του, γιατί τότε μένεις θηρίο για πάντα’’.
‘’Λες ότι πρέπει να θυσιάσεις άνθρωπο. Δύσκολο να παρασύρεις κάποιον μέχρι εδώ, να τον δολοφονήσεις, να ξεφορτωθείς το πτώμα και να μη λείψει σε κανέναν’’.
‘’Αυτό ίσχυε όταν κάνανε κουμάντο οι αρχαίοι θεοί. Τώρα που ξεπέσανε, τους αρκεί ένα κομμάτι από το σώμα σου, ένα δάχτυλο ας πούμε. Στο χωριό, όποιος χάσει χέρι ή πόδι, τον φωνάζουμε λυκοφαγωμένο’’.
‘’Ποιος από το χωριό σου, είχε κτηματικές διαφορές με κάποιον;’’
‘’Οι μισοί, με τους άλλους μισούς’’.
-//-
Μεγαλόπολη, Αστυνομικός Σταθμός.
Ο συνάδελφός του διαθέτει όχι μόνον ένα πληρέστατο αρχείο αλλά και μια καταπληκτική μνήμη. Τον ενημερώνει ότι τα τελευταία είκοσι χρόνια, δύο άνδρες, κάτοικοι της περιοχής, έχουν βρεθεί ακρωτηριασμένοι. Οι αναφορές, πανομοιότυπες. Επίθεση από άγρια ζώα. Και οι δύο συμμετείχαν στις ανασκαφές του Ναού του Λυκαίου Δία. Σχεδόν δεν εκπλήσσεται, όταν του αναφέρει το όνομα του Ανέστη, ότι πήρε και αυτός μέρος στις ανασκαφές.
«Οι τρεις τους ήταν στην ομάδα ενός περίεργου καθηγητή που βοηθούσε στις έρευνες. Τρελός με την αρχαία Ελλάδα, ήξερε πράγματα που οι άλλοι, καθηγητάδες κι αυτοί, ούτε που είχαν ξανακούσει. Ήταν ο μόνος σίγουρος ότι εκεί που σκάβανε υπήρχε ναός του Δία. Τον διώξανε όμως γρήγορα γιατί τρόμαζε τον κόσμο. Τον ακούγανε να λέει πως μόλις τον βρουν, θα κάνει θυσία στους αρχαίους θεούς για να ξυπνήσει τη δύναμή τους. Τ’ όνομά του δε το μάθαμε ποτέ. Κάποιοι μου είπαν ότι τον είδανε μετά από χρόνια και πριν από χρόνια, να τριγυρνά στο Αφροδίσιο όρος, παρέα με έναν τσιγγάνο».
‘’Πείτε μου αγαπητέ συνάδελφε, εκτός από τα θύματα, υπήρξε κάποιος κάτοικος που εξαφανίστηκε, την ίδια περίοδο;’’
‘’Κανείς. Αλλά από την άλλη, τόσοι που φεύγουν για να βρουν δουλειά σε άλλα μέρη και δεν ξανακούμε νέα τους, ποιος ξέρει’’.
‘’Πόσες γυναίκες έχουν φύγει μέχρι τώρα χωρίς να ξαναδώσουν σημεία ζωής;’’
‘’Μόνο μία’’.
-//-
Ο Γκριζομάλλης άντρας, σφίγγει νευρικά τις γροθιές του. Ο Υπομοίραρχος τον έχει αφήσει να περιμένει ώρα, καθώς υποκρίνεται ότι διαβάζει κάτι μέσα από έναν κενό υπηρεσιακό φάκελο.
‘’Δημήτριος Αδαμόπουλος. Γεννήθηκες στη Μεγαλόπολη το 1860. Χήρος και πατέρας δύο τέκνων. Ενός αγοριού που εργάζεται ως οδηγός και μίας κόρης η οποία κάνει τι;’’
‘’Είναι παντρεμένη σε άλλο μέρος κυρ’ αστυνόμε. Έχω να τη δω χρόνια’’.
‘’Το 1902, συμμετείχες στις ανασκαφές του Ναού του Δία. Κατόπιν έφυγες μαζί με τα παιδιά σου και πήγες σε κάποιον συγγενή σου στη Μακεδονία. Μετά την απελευθέρωση επέστρεψες με το γιο σου’’.
‘’Ναι, γιατί η θυγατέρα μου παντρεύτηκε μ’ ένα καλό παλικάρι εκεί’’.
‘’Μεγάλη τύχη, ιδιαίτερα αν σκεφτείς ότι όπως λέει ο συνάδελφός μου, η κόρη σου έχει ένα μόνο χέρι’’.
‘’Ο φτωχός κι η μοίρα του κυρ αστυνόμε’’.
‘’Και για πες, πως έχασε το χέρι της’’.
‘’Ατύχημα, εκεί που σκάβαμε για να βρούμε τ’ αρχαία, έπεσε μια πέτρα και της το πλάκωσε. Την έπαιρνα που και που μαζί μου, μαύρη η ώρα’’.
‘’Δηλαδή μου λες ότι κάνοντας ένα αίτημα στην υπηρεσία Μακεδονίας, θα μου απαντήσουν για το που βρίσκεται η κόρη σου και ο γαμπρός σου’’.
Ο γκριζομάλλης άντρας, αρχίζει να ιδρώνει. Οι γροθιές του σφίγγονται τόσο που κοντεύουν να σπάσουν τις φλέβες. Ο Υπομοίραρχος βγάζει το υπηρεσιακό του περίστροφο και το ακουμπά επιδεικτικά επάνω στο τραπέζι.
‘’Κανείς δε θα κλάψει για έναν παιδοκτόνο, Δημήτρη’’.
‘’Η θυγατέρα μου δεν ήταν σαν τα άλλα παιδιά. Το μυαλό της πέταγε φωτιές. Ο καθηγητής την είχε από κοντά και της μάθαινε γράμματα. Έβλεπα ότι του καλάρεσε αλλά δε με ένοιαζε. Καλύτερα να παντρευόταν έναν γραμματιζούμενο που είχε τον τρόπο του παρά τον πρώτο χωριάτη που θα τη γκάστρωνε. Μια νύχτα μου ήρθε σπίτι με το χέρι της μέσα στα αίματα. Παραμιλούσε για τρεις άντρες που την ξαπλώσανε σε μια πέτρινη πλάκα. Ο καθηγητής ήταν εκεί ντυμένος μ’ ένα σεντόνι μόνο. Προσπάθησε να τη μαχαιρώσει αλλά αστόχησε και τη βρήκε στο χέρι. Σαν τρελή έτρεξε για να ξεφύγει’’.
‘’Γιατί δεν το ανέφερες;’’
‘’Η δικαιοσύνη κυρ’ αστυνόμε είναι πάντα με τον πλούσιο. Πήρα τα παιδιά μου και φύγαμε άρον άρον. Πήγα στον πρωτοξάδερφό μου στη Σιάτιστα. Δεν καταφέραμε να σώσουμε το χέρι του κοριτσιού μου. Ακόμη κι έτσι όμως ήτανε πιο ικανή από μας που έχουμε δύο. Μόνο που μια φορά το μήνα χανότανε στο δάσος και γύρναγε την άλλη μέρα μέσα στα χώματα. Κανείς δεν τολμούσε να τη ρωτήσει που πάει και τι κάνει. Μέχρι που μια φορά, στα 1904, έφυγε και δεν ξαναγύρισε’’.
-//-
14 Αυγούστου, μεσάνυχτα.
‘’ Ο Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόυλ, είπε διά στόματος Σέρλοκ Χόλμς ότι όταν έχεις εξαλείψει το αδύνατο, αυτό που μένει, όσο απίθανο και αν είναι, πρέπει να είναι η αλήθεια. Αλλά στην υπόθεσή μου, η αλήθεια μοιάζει να είναι αδύνατη. Ελέγχω το υπηρεσιακό μου περίστροφο και φοράω το πηλήκιό μου. Θα ολοκληρώσω την αναφορά μου όταν επιστρέψω. Αν επιστρέψω’’.
-//-
15 Αυγούστου, αυγή.
Ο Υπομοίραρχος, καθισμένος απ’ ώρα στο σημείο που βρήκανε τον Ανέστη, παίζει με μία μικρή πέτρα. Σε λίγα λεπτά θα φανεί ο ήλιος. Αποφασίζει ότι αισθάνεται αρκετά αστείος για ν’ αποχωρήσει. Σηκώνεται, καθαρίζει το κοστούμι του και γελά με τον εαυτό του. Το καλό είναι ότι δεν το είδε κανείς από το χωριό. Λιγότερες εξηγήσεις και λιγότερη ντροπή.
Στο πρώτο βήμα της επιστροφής, ακούει χαμόκλαδα να σπάνε. Ένα πικρό χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό του καθώς γυρίζει. Ενώ το χέρι του κατευθύνεται προς τη θήκη του όπλου του, βλέπει δόντια μεγάλα σαν καλάμια, να λάμπουν στο τελευταίο φως στο φεγγαριού.
Σχόλια 1