Είμαι στη Κουκάκι, πάνω στο μεταλλικό μου πόνυ και πηγαίνω κανονικά. Στο δρόμο τα αυτοκίνητα κινούνται αργά αλλά σταθερά. Μέχρι που σταματούν. Λόγω του μεταλλικού πόνυ που σας προείπα, κάνω μερικούς ελιγμούς και φτάνω στην κορυφή της φάλαγγας. Εκεί βρίσκεται ένα αυτοκίνητο μεγάλο σα βάρκα, με τα αλάρμ αναμμένα και ένας τύπος με μουσταρδί πουκάμισο να περιμένει απ’ έξω.
Το κονβόι, δεδομένου ότι οι οδηγοί στην Ελλάδα δε φημίζονται για την υπομονή τους, αρχίσει να κορνάρει μανιασμένα. Δύο τουρίστες που περνούν από το σημείο, κοιτάζουν έντρομοι πιστεύοντας προφανώς ότι γίνεται εισβολή. Στο παρακείμενο καφενείο οι μισοί κατηγορούν την κυβέρνηση, οι μισοί την αντιπολίτευση και ένας τον ιμπεριαλισμό. Οι γείτονες στα μπαλκόνια βγάζουν σέλφι. Η μόνη που δε δίνει σημασία, είναι μία γάτα που τρώει πατέ σε ένα αυτοσχέδιο πιατάκι.
Η κατάσταση έχει σχεδόν εκτροχιαστεί πλήρως όταν ο τύπος με το μουσταρδί πουκάμισο, δείχνοντας ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο πλάι του, εξηγεί πως έχουν τα πράγματα.
»Ξέρετε, ο κύριος που πάρκαρε εδώ, είπε ότι θα γυρίσει σε είκοσι λεπτά. Περιμένω να έλθει να το πάρει να βάλω το δικό μου».